Η βηταμεθαζόνη κατατάσσεται ως προς τη δραστικότητα της στα ισχυρά τοπικά καρτικοστεροειδή κι έχει αντιφλεγμονώδη δράση.
Η δεσοξυκορτόνη είναι ένα κορτικοστεροειδές σκεύασμα με κυρίως αλατοκορτικοειδή δράση, παρόμοια με την αλδοστερόνη. Στους νεφρούς, η δεσοξυκορτόνη προκαλεί κατακράτηση ιόντων νατρίου και χλωρίου, καθώς και απέκκριση ιόντων υδρογόνου και καλίου, δημιουργώντας μια ωσμωτική διαβάθμιση. Η ωσμωτική διαβάθμιση, προάγει την απορρόφηση νερού από τα νεφρικά σωληνάρια, με αποτέλεσμα την αύξηση του όγκου του εξωκυττάριου υγρού, που οδηγεί σε αύξηση του όγκου του αίματος, βελτιωμένη φλεβική προσαγωγή στην καρδιά και αυξημένη καρδιακή παροχή.
Η δεξαμεθαζόνη είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με επταπλάσια αντιφλεγμονώδη δράση από την πρεδνιζολόνη. Όπως άλλα γλυκοκορτικοειδή, η δεξαμεθαζόνη έχει επίσης αντιαλλεργικές, αντιτοξικές, αντιπυρετικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες.
Η υδροκορτιζόνη είναι ένα γλυκοκορτικοειδές που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και φέρει αντιφλεγμονώδη δράση ικανή να απελευθερώνει και να επάγει τη σύνθεση του ειδικού αναστολέα PLA2. Η υδροκορτιζόνη ανήκει στα βραχείας δράσης γλυκοκορτικοειδή με μέσο όρο δράσης 8-12 ώρες.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη συνδέεται με ενδοκυττάριους κυτταροπλασματικούς υποδοχείς και στη συνέχεια το σύμπλοκο ορμόνης-υποδοχέα μεταφέρεται μέσα στον πυρήνα, όπου δρα ως παράγων μεταγραφής για την ενεργοποίηση ή την αδρανοποίηση γονιδίων, ανάλογα με τον ιστό.
Η πρεδνιζολόνη είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές και συγκεκριμένα είναι ένα συνθετικό παράγωγο της κορτιζόλης, η οποία είναι ορμόνη του φλοιού των επινεφριδίων. Η πρεδνιζολόνη έχει κυρίως αντιφλεγμονώδεις, αντιαλλεργικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες.
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης αποτελεί ένα πιο δραστικό παράγωγο της τριαμσινολόνης και είναι 8 φορές περίπου πιο δραστικό από την πρεδνιζόνη. Αν και ο ακριβής μηχανισμός της αντιαλλεργικής τους δράσης είναι άγνωστος, τα κορτικοστεροειδή είναι πολύ αποτελεσματικά στη θεραπεία των αλλεργικών νόσων στον άνθρωπο.