Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση γνωστής υπερευαισθησίας στην κλομιπραμίνη και τα σχετικά τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.
Να μην χρησιμοποιείται σε αρσενικά ζώα σε φάση αναπαραγωγής.
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του Clomicalm δεν έχει τεκμηριωθεί σε σκύλους με σωματικό βάρος μικρότερο από 1,25 kg ή ηλικίας κάτω των έξι μηνών.
Συνιστάται η χορήγηση με προσοχή του Clomicalm σε σκύλους με καρδιαγγειακή δυσλειτουργία ή επιληψία και μόνο μετά από εκτίμηση της σχέσης ωφέλειας/κινδύνου. Λόγω των πιθανών αντιχολινεργικών ιδιοτήτων, το Clomicalm πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται με προσοχή σε σκύλους με γλαύκωμα κλειστής γωνίας, με μειωμένη γαστρεντερική κινητικότητα ή με κατακράτηση ούρων. Το Clomicalm πρέπει να χορηγείται υπό την επίβλεψη του κτηνιάτρου.
Στα παιδιά, η τυχαία κατάποση πρέπει να θεωρηθεί ως σοβαρή. Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο. Σε περίπτωση τυχαίας λήψης από το στόμα, ζητείστε αμέσως ιατρική συμβουλή και δείξτε την ετικέτα του προϊόντος στο γιατρό. Η υπερδοσολογία σε ανθρώπους προκαλεί αντιχολινεργική επίδραση, καθώς και πιθανές επιδράσεις στο κεντρικό νευρικό και καρδιαγγειακό σύστημα. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στην κλομιπραμίνη πρέπει να χορηγούν το προϊόν με προσοχή.
Το Clomicalm μπορεί πολύ σπάνια να προκαλέσει έμετο, διαταραχές στην όρεξη, λήθαργο ή αύξηση των ηπατικών ενζύμων η οποία είναι αναστρέψιμη όταν διακοπεί η χορήγηση του προϊόντος. Έχει αναφερθεί ηπατοχολική νόσος, ιδιαίτερα με προϋπάρχουσες καταστάσεις και ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που μεταβολίζονται μέσω του ήπατος. Ο έμετος μπορεί να μειωθεί με ταυτόχρονη χορήγηση του Clomicalm και μικρής ποσότητας τροφής.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί σε θηλυκούς σκύλους κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Εργαστηριακές μελέτες σε μύες και επίμυες παρουσίασαν ένδειξη εμβρυοτοξικής δράσης.
Συστάσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Clomicalm και άλλων φαρμάκων προκύπτουν από μελέτες σε άλλα είδη εκτός των σκύλων. Το Clomicalm μπορεί να ενισχύσει τη δράση του αντιαρρυθμικού φαρμάκου κινιδίνη, των αντιχολινεργικών παραγόντων (π.χ. ατροπίνη), άλλων φαρμάκων που ενεργούν στο ΚΝΣ (π.χ. βαρβιτουρικών, βενζοδιαζεπινών, γενικών αναισθητικών, νευροληπτικών), συμπαθομιμητικών (π.χ. αδρεναλίνη) και παραγώγων κουμαρίνης. Η χορήγηση του Clomicalm δεν συνιστάται σε συνδυασμό ή εντός 2 εβδομάδων θεραπείας με αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης. Ταυτόχρονη χορήγηση με σιμετιδίνη μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα της κλομιπραμίνης στο πλάσμα. Τα επίπεδα στο πλάσμα ορισμένων αντιεπιληπτικών φαρμάκων, όπως η φαινυτοΐνη και η καρβαμαζεπίνη, μπορεί να αυξηθούν με την ταυτόχρονη χορήγηση με Clomicalm.
Δεν είναι γνωστή καμία.