Το Synulox RTU έχει ευρέος φάσματος δράση έναντι κλινικά σημαντικών βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των παρακάτω
Gram+:
Actinobacillus spp., σταφυλόκοκκοι (συμπεριλαμβανομένων στελεχών που παράγουν β-λακταμάση), στρεπτόκοκκοι, Actinomyces spp., Corynebacterium spp., Clostridium spp., Bacillus anthracis, Actinomyces bovis, Peptostreptococcus spp. & Trueperella pyogenes
Gram-:
Escherichia coli (συμπεριλαμβανομένων των στελεχών που παράγουν β-λακταμάση) Βordetella bronchiseptica, Campylobacter spp., Klebsiella spp., Proteus spp., Pasteurella spp., Fusobacterium necrophorum, Bacteroides (συμπεριλαμβανομένων των στελεχών που παράγουν β-λακταμάση), Haemophilus spp., Moraxella spp., Actionobacillus lignieresii, Manheimia haemolytica.
Ο μηχανισμός με τον οποίο τα αντιβιοτικά της κατηγορίας των β-λακταμών ενώνονται με τις πρωτεΐνες οι οποίες συμμετέχουν στο σχηματισμό του βακτηριακού τοιχώματος, προκαλώντας λύση του βακτηριακού κυττάρου είναι ήδη γνωστός. Στην περίπτωση των Gram+ βακτηρίων οι β-λακτάμες φθάνουν στην κυτταροπλασματική μεμβράνη (σημείο όπου ασκούν τη δράση τους) περνώντας εύκολα από την υδατική φάση της πεπτιδογλυκανικής στοιβάδας. Στην περίπτωση όμως των Gram- βακτηρίων υπάρχει ένας υδρόφοβος φραγμός εξωτερικά της πεπτιδογλυκανικής στοιβάδας. Τα ευρέος φάσματος αντιβιοτικά της κατηγορίας των β-λακταμών έχουν την ικανότητα να υπερνικούν αυτόν τον φραγμό μέσω μικρών πόρων που υπάρχουν στη δομή του.
Υπάρχουν τρεις κυρίως τρόποι ανάπτυξης ανθεκτικότητας:
α) η παραγωγή από τα βακτήρια των β-λακταμασών ενζύμων.
β) τροποποίηση των μικρών πόρων που οδηγεί σε αδιαπερατότητα του κυτταρικού τοιχώματος και
γ) αλλαγή της διαδοχής των αμινοξέων στην κυτταροπλασματική μεμβράνη, όπου παράγεται το κυτταρικό τοίχωμα.
Οι β-λακταμάσες που παράγονται από τα βακτήρια είτε σχηματίζουν σύμπλοκα με τα αντιβιοτικά, είτε καταστρέφουν το δακτύλιο της β-λακτάμης. Και στις δύο περιπτώσεις το αντιβιοτικό αδρανοποιείται.
Το κλαβουλανικό οξύ έχει ένα δακτύλιο β-λακτάμης στο μόριό του που αναγνωρίζεται από τις β-λακταμάσες ως «πενικιλίνη». Η σύνδεση β-λακταμασών/κλαβουλανικού οξέος είναι μη αναστρέψιμη και οδηγεί στην καταστροφή του ενζύμου.
Μετά από επανειλημμένες ενδομυϊκές χορηγήσεις του Synulox RTU σε μοσχάρια οι συγκεντρώσεις στον ορό της αμοξικιλλίνης και του κλαβουλανικού οξέος ήταν ίδιες με αυτές που επιτεύχθηκαν δύο ώρες μετά από μεμονωμένες χορηγήσεις. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις αμοξικιλλίνης επιτεύχθηκαν δύο ώρες μετά τη χορήγηση και του κλαβουλανικού οξέος 0,5-1 ώρα μετά τη χορήγηση. Μετά τη πρώτη δόση, η μέση μέγιστη δόση της αμοξικιλλίνης ήταν 3,48 μg/ml. Αν και το κλαβουλανικό οξύ απορροφάται πιο γρήγορα από την αμοξικιλλίνη και οι δυο ουσίες θεωρείται ότι απορροφούνται ικανοποιητικά από το σημείο της ένεσης.
Η κατανομή της αμοξικιλλίνης και του κλαβουλανικού οξέος είναι η ίδια. Συγκεντρώσεις υψηλότερες από αυτές του ορού ανιχνεύονται στη χολή, στους νεφρούς και στο λεπτό έντερο. Τόσο η αμοξικιλλίνη όσο και το κλαβουλανικό οξύ, κατανέμονται ευρέως στους ιστούς του σώματος, σε συγκεντρώσεις που είναι κλινικά αποτελεσματικές. Η αμοξικιλλίνη και το κλαβουλανικό οξύ αποβάλλονται κυρίως με το ούρο.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής των δύο δραστικών συστατικών μετά την ενδομυϊκή χορήγηση Synulox RTU είναι 3 ώρες για τα απογαλακτισμένα χοιρίδια βάρους 12 κιλών και 14 ώρες για παχυνόμενους χοίρους βάρους 75 κιλών.
Στη συνιστώμενη δόση το ελαιώδες εναιώρημα του Synulox RTU επιτυγχάνει Cmax για την αμοξικιλλίνη 2-3 μg/ml σε λιγότερο από μία ώρα μετά τη χορήγηση και 2-2,5 μg/ml για το κλαβουλανικό οξύ σε λιγότερο από 30 λεπτά. Η αμοξικιλλίνη αποβάλλεται με το ούρο. Το 58% της χορηγούμενης δόσης βρέθηκε στο ούρο μετά από 24 ώρες. Ο ρυθμός απέκκρισης είναι 138 +/- 33 ml/min (75 ml/min για την κρεατινίνη). Για το κλαβουλανικό οξύ το 45% βρέθηκε στο ούρο μετά από 24 ώρες και ο ρυθμός απέκκρισης είναι 77 +/- 18 ml/min.
Στους σκύλους μετά την υποδόρια χορήγηση του Synulox RTU, η μέση μέγιστη συγκέντρωση της αμοξικιλλίνης στον ορό ήταν 6 μg/ml και επιτεύχθηκε 3 ώρες μετά τη χορήγηση. Για το κλαβουλανικό οξύ ήταν 4,8 μg/ml, 1 ώρα μετά τη χορήγηση. Ο χρόνος ημίσειας ζωής ήταν για την αμοξικιλλίνη 6,77 ώρες και για το κλαβουλανικό οξύ 0,78 ώρες.
Στις γάτες μετά την υποδόρια χορήγηση του Synulox RTU η μέση μέγιστη συγκέντρωση της αμοξικιλλίνης στον ορό ήταν 16,5 μg/ml, δύο ώρες αργότερα. Για το κλαβουλανικό οξύ ήταν 10,3 μg/ml, 0,5 ώρες αργότερα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής ήταν 1,9 ώρες για την αμοξικιλλίνη και 0,61 ώρες για το κλαβουλανικό οξύ.
Τόσο στις γάτες όσο και στους σκύλους, η αμοξικιλλίνη και το κλαβουλανικό οξύ απορροφώνται καλώς μετά την υποδόρια χορήγηση του Synulox RTU. Και οι δύο δραστικές ουσίες κατανέμονται ευρέως στους ιστούς και αποβάλλονται κυρίως μετο ούρο.