Να μην χρησιμοποιείται σε σκύλους και γάτες που πάσχουν από επινεφριδιακή ανεπάρκεια που δεν έχει αντιμετωπιστεί.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο νατριούχο λεβοθυροξίνη ή σε κάποια έκδοχα.
Η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού πρέπει να επιβεβαιώνεται με τις κατάλληλες εξετάσεις.
Μια αιφνίδια αύξηση της ανάγκης για παροχή οξυγόνου στους περιφερικούς ιστούς, σε συνδυασμό με τη χρονοτρόπο δράση της νατριούχου λεβοθυροξίνης, μπορεί να ασκήσουν άσκοπη καταπόνηση σε μια καρδιά που υπολειτουργεί, προκαλώντας ανεπαρκή αντιρρόπηση και συμπτώματα συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Τα υποθυρεοειδικά ζώα με ταυτόχρονο υποφλοιοεπινεφριδισμό έχουν μειωμένη ικανότητα μεταβολισμού της νατριούχου λεβοθυροξίνης και, ως εκ τούτου, αυξημένο κίνδυνο θυρεοτοξίκωσης. Τα ζώα αυτά θα πρέπει να σταθεροποιούνται μέσω θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή και αλατοκορτικοειδή πριν από τη θεραπεία με νατριούχο λεβοθυροξίνη ώστε να αποφευχθεί η επιτάχυνση μιας υποφλοιοεπινεφριδικής κρίσης. Μετά από αυτό, θα πρέπει να επαναληφθούν οι εξετάσεις θυρεοειδούς και στη συνέχεια συνιστάται η σταδιακή εισαγωγή λεβοθυροξίνης (ξεκινώντας με το 25% της κανονικής δόσης και με αύξηση κατά 25% κάθε δεκαπενθήμερο μέχρι να επιτευχθεί η βέλτιστη σταθεροποίηση). Η σταδιακή εισαγωγή της θεραπείας συνιστάται επίσης για ζώα με άλλες ταυτόχρονες ασθένειες· ιδιαίτερα σε ζώα με καρδιακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη και νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία.
Λόγω των περιορισμών στο μέγεθος και τη διαιρετότητα των δισκίων, ενδέχεται να μην είναι δυνατή η βέλτιστη δοσολόγηση σε ζώα που ζυγίζουν λιγότερο από 2,5 κιλά. Ως εκ τούτου, η χρήση του προϊόντος σε αυτά τα ζώα θα πρέπει να βασίζεται σε προσεκτική αξιολόγηση του οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Τα δισκία είναι αρωματισμένα. Για να αποφύγετε τυχόν τυχαία κατάποση, να φυλάσσετε τα δισκία μακριά από τα ζώα.
Το προϊόν αυτό περιέχει υψηλή συγκέντρωση νατριούχου L-θυροξίνης και μπορεί να είναι επιβλαβές κατά την κατάποση, ιδίως για τα παιδιά.
Η δραστική ουσία λεβοθυροξίνη μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αλλεργία). Θα πρέπει να αποφεύγεται η κατάποση από το στόμα, συμπεριλαμβανομένης της επαφής από το χέρι στο στόμα με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Σε περίπτωση επαφής, πλύνετε τα χέρια και ζητήστε ιατρική συμβουλή σε περίπτωση αντιδράσεων υπερευαισθησίας.
Οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να χειρίζονται το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν με προσοχή. Πλένετε τα χέρια σας μετά το χειρισμό των δισκίων. Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και δείξτε το φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα στον ιατρό.
Κάθε αχρησιμοποίητο τμήμα(τα) δισκίων θα πρέπει να επιστρέφεται απευθείας στην ανοιχτή κυψέλη και στη συνέχεια, η ανοιχτή κυψέλη στο κουτί , και να φυλάσσεται σε μέρος που δεν το βλεπουν και δεν το προσεγγίζουν τα παιδιά καθώς και να χρησιμοποιείται πάντα κατά την επόμενη χορήγηση.
Δεν ισχύει.
Σκύλοι, και γάτες:
Απροσδιόριστη συχνότητα (δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τα διαθέσιμα δεδομένα) | απώλεια σωματικού βάρους*, υπερκινητικότητα*, ταχυκαρδία*, πολυδιψία*, πολυουρία*, πολυφαγία*, έμετος*, διάρροια* δερματικά συμπτώματα**, κνησμός** |
* Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη θεραπεία με νατριούχο λεβοθυροξίνη είναι κυρίως αυτές του υπερθυρεοειδισμού λόγω θεραπευτικής υπερδοσολογίας.
** Αρχικά μπορεί να εμφανιστεί επιδείνωση των δερματικών συμπτωμάτων με αυξημένο κνησμό από την αποβολή των παλαιών επιθηλιακών κυττάρων.
Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας ή στον τοπικό αντιπρόσωπο του είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε επίσης στην παράγραφο 16 του φύλλου οδηγιών χρήσης για τα αντίστοιχα στοιχεία επικοινωνίας.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Χρησιμοποιήστε το μόνο σύμφωνα με την αξιολόγηση οφέλους-κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Ωστόσο, η λεβοθυροξίνη είναι μία ενδογενής ουσία και οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι απαραίτητες για το αναπτυσσόμενο έμβρυο, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο της κύησης. Ο υποθυρεοειδισμός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μείζονες επιπλοκές, όπως θάνατο του εμβρύου και δυσμενή περιγεννητική έκβαση. Η δόση συντήρησης της νατριούχου λεβοθυροξίνης μπορεί να χρειάζεται προσαρμογή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συνεπώς, οι έγκυοι θηλυκοί σκύλοι και γάτες θα πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτική βάση από τη σύλληψη έως και αρκετές εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Μια ποικιλία φαρμάκων μπορεί να επηρεάσει τη δέσμευση των θυρεοειδικών ορμονών στο πλάσμα ή στους ιστούς ή να μεταβάλει το μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών (π.χ. βαρβιτουρικά, αντιόξινα, αναβολικά στεροειδή, διαζεπάμη, φουροσεμίδη, μιτοτάνη, φαινυλβουταζόνη, φαινυτοΐνη, προπρανολόλη, μεγάλες δόσεις σαλικυλικών και σουλφοναμίδων). Κατά τη θεραπεία ζώων που λαμβάνουν ταυτόχρονα φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιότητες αυτών των φαρμάκων.
Τα οιστρογόνα μπορεί να αυξήσουν τις απαιτήσεις του θυρεοειδούς.
Η κεταμίνη μπορεί να προκαλέσει ταχυκαρδία και υπέρταση όταν χρησιμοποιείται σε ασθενείς που λαμβάνουν θυρεοειδικές ορμόνες.
Η λεβοθυροξίνη αυξάνει την επίδραση των κατεχολαμινών και των συμπαθητικομιμητικών. Σε ασθενές ζώο που είχε προηγουμένως αντισταθμισμένη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και το οποίο τίθεται σε συμπληρωματική χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών, μπορεί να είναι απαραίτητη η αύξηση της δοσολογίας σκευασμάτων δακτυλίτιδας (digitalis).
Μετά τη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού σε ασθενείς με ταυτόχρονο διαβήτη, συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση του διαβητικού ελέγχου.
Οι συγκεντρώσεις Τ4 στον ορό των περισσοτέρων ασθενών που υποβάλλονται σε χρόνια καθημερινή θεραπεία με υψηλές δόσεις γλυκοκορτικοειδών θα είναι πολύ χαμηλές ή μη ανιχνεύσιμες, ενώ οι τιμές Τ3 θα είναι χαμηλότερες του κανονικού.
Δεν ισχύει.