Να μη χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στις σουλφοναμίδες.
Σοβαρή ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια.
Να μη χορηγείται κατά το τελευταίο στάδιο της κύησης και σε σκύλους φυλής Doberman.
Καμία.
Να υπάρχει στη διάθεση των ζώων στα οποία χορηγείται το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν, άφθονο πόσιμο νερό.
Δεν κρίνονται απαραίτητες για το άτομο που χορηγεί το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει κατάποση, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Πολυαρθρίτιδα, κνίδωση, εξοίδηση του προσώπου, πυρετός, αιμολυτική αναιμία, πολυδιψία, πολυουρία, έμετος, ανορεξία, διάρροια και σπασμοί.
Σε παρατεταμένη χορήγηση έχει αναφερθεί ξηρή κερατοεπιπεφυκίτιδα.
Σε υπερευαίσθητα άτομα ενδέχεται να παρατηρηθούν τοπικές ή γενικευμένες αντιδράσεις.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Να μη χορηγείται κατά το τελευταίο στάδιο της κύησης. Μπορεί να χορηγηθεί κατά το υπόλοιπο της κύησης και στη γαλουχία.
Οι σουλφοναμίδες μπορούν να αποδεσμευτούν στα σημεία συνδέσεώς τους με τις πρωτεΐνες του πλάσματος από άλλα όξινα φάρμακα με υψηλότερη συγγένεια συνδέσεως. Τα αντιόξινα αναστέλλουν την απορρόφηση των σουλφοναμιδών στο γαστρεντερικό. Η αλκαλοποίηση του ούρου προάγει την απέκκριση της σουλφοναμίδης, ενώ η οξινοποίηση αυξάνει τον κίνδυνο κρυσταλλουρίας.
Επειδή μερικές σουλφοναμίδες δρουν ως ενζυματικοί αναστολείς στα μικροσωμάτια, ενδέχεται να προκαλέσουν τοξικά φαινόμενα από άλλα φάρμακα που χορηγούνται ταυτόχρονα, όπως π.χ. τη φαινυτοΐνη.
Με τη βαρφαρίνη παρατείνεται ο χρόνος πήξης του αίματος.
Με την κυκλοσπορίνη προκαλείται μείωση της θεραπευτικής δράσης της κυκλοσπορίνης και ενίσχυση της νεφροτοξικότητάς της.
Δεν είναι γνωστή καμία.