Κωδικός ATCvet: QJ01BA99
Η φλορφαινικόλη δρα αναστέλλοντας τη σύνθεση των πρωτεϊνών στα ριβοσώματα και η δράση της είναι βακτηριοστατική και χρονο-εξαρτώμενη. Δοκιμές εργαστηρίου κατέδειξαν ότι η φλορφαινικόλη είναι δραστική έναντι των περισσότερων παθογόνων στελεχών βακτηρίων που απομονώνονται συνήθως ως εμπλεκόμενα στην αναπνευστική νόσο των βοοειδών, περιλαμβανομένων των Histophilus somni, Mannheimia haemolytica, Pasteurella multocida και Mycoplasma bovis. Η φλορφαινικόλη θεωρείται βακτηριοστατικός παράγοντας, αλλά μελέτες in vitro καταδεικνύουν τη βακτηριοκτόνο δράση της έναντι των Histophilus somni, Mannheimia haemolytica και Pasteurella multocida.
Για τα Histophilus somni, Mannheimia haemolytica και Pasteurella multocida προσδιορίστηκαν τα εξής όρια ευαισθησίας στη φλορφαινικόλη από το CLSI (Clinical and Laboratory Standards Institute) το 2020 για παθογόνα του αναπνευστικού των βοοειδών: ευαίσθητα ≤2 μg/ml, μέτρια ευαίσθητα: 4 μg/ml, ανθεκτικά: ≥8 μg/ml.
Δεδομένα επιτήρησης της ευαισθησίας των στελεχών στόχων που απομονώθηκαν από βοοειδή πεδίου, συλλέχθηκαν στην Ευρώπη τα έτη 2019 και 2020 και καταδεικνύουν σταθερή αποτελεσματικότητα της φλορφαινικόλης χωρίς την ανεύρεση ανθεκτικών στελεχών. Οι τιμές κατανομής της in vitro Ελάχιστης Ανασταλτικής Συγκέντρωσης (MIC) για αυτά τα απομονωθέντα στελέχη πεδίου παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα.
Είδη | Εύρος (μg/ml) | MIC50 (μg/ml) | MIC90 (μg/ml) |
---|---|---|---|
Histophilus somni (n=29) | 0,125–0,25 | 0,1 | 0,2 |
Mannheimia haemolytica (n=132) | 0,25-16 | 0,7 | 1,1 |
Pasteurella multocida (n=144) | 0,125-32 | 0,3 | 0,5 |
Για το Mycoplasma bovis δεν έχουν προσδιοριστεί όρια ευαισθησίας ούτε έχουν τυποποιηθεί οι τεχνικές καλλιέργειας από το CLSI.
Η ανθεκτικότητα στη φλορφαινικόλη καθορίζεται κυρίως από ένα σύστημα αποβολής μέσω ειδικού (Flo-R) ή γενικού (AcrAB-TolC) μεταφορέα ουσιών. Τα γονίδια που αντιστοιχούν σε αυτούς τους μηχανισμούς κωδικοποιούνται σε μεταθετά γενετικά στοιχεία όπως τα πλασμίδια, μεταθετόνια ή γονιδιακές κασέτες. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί ανθεκτικότητα στη φλορφαινικόλη των παθογόνων στόχων και σχετιζόταν με αντλία αποβολής και την παρουσία του γονιδίου floR.
Η μελοξικάμη είναι ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) της ομάδας της οξικάμης, το οποίο δρα αναστέλλοντας τη σύνθεση των προσταγλανδινών, ασκώντας κατ'αυτό τον τρόπο αντιφλεγμονώδη, αντιεξιδρωματική, αναλγητική και αντιπυρετική δράση. Μειώνει τη διήθηση λευκοκυττάρων στο φλεγμαίνοντα ιστό. Σε μικρότερη έκταση, αναστέλλει επίσης την από το κολλαγόνο προκαλούμενη συσσωμάτωση αιμοπεταλίων. Η μελοξικάμη έχει επίσης αντι-ενδοτοξικές ιδιότητες, διότι έχει αποδειχθεί ότι αναστέλλει την παραγωγή της θρομβοξάνης Β2 η οποία παρήχθη μετά από χορήγηση ενδοτοξίνης E. coli σε μόσχους, γαλακτοπαραγωγές αγελάδες και χοίρους. Η βιοδιαθεσιμότητα της μελοξικάμης σε αυτό το προϊόν συνδυασμού είναι μικρότερη συγκρινόμενη με τη βιοδιαθεσιμότητά της όταν χορηγείται ως μόνη ουσία. Η επίπτωση αυτής της διαφοράς στα αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα δεν έχει ερευνηθεί σε μελέτες πεδίου. Εν τούτοις, έχει καταδειχθεί μια καθαρά αντιπυρετική δράση τις πρώτες 48 ώρες μετά τη χορήγηση.
Μετά από υποδόρια χορήγηση του προϊόντος στη συνιστώμενη δόση του 1 ml/10 kg σωματικού βάρους οι μέγιστες μέσες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (Cmax) των 4,6 mg/l και 2 mg/l επιτεύχθηκαν 10 και 7 ώρες μετά τη χορήγηση για τη φλορφαινικόλη και τη μελοξικάμη, αντίστοιχα. Τα επίπεδα αποτελεσματικότητας στο πλάσμα της φλορφαινικόλης διατηρούνται άνω της MIC90 1 μg/ml, 0,5 μg/ml και 0,2 μg/ml για 72, 120 και 160 ώρες, αντίστοιχα.
Η φλορφαινικόλη κατανέμεται ευρέως σε όλο το σώμα και συνδέεται σε μικρό βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (περίπου 20%). Η μελοξικάμη συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (97%) και κατανέμεται σε όλα τα όργανα με καλή αιμάτωση.
Η φλορφαινικόλη αποβάλλεται κυρίως με το ούρο και σε μικρό βαθμό με τα κόπρανα με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 60 ώρες. Η μελοξικάμη αποβάλλεται ισομερώς με το ούρο και τα κόπρανα, με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 23 ώρες.