Κωδικός ATCvet: QC09AA07
H υδροχλωρική βεναζεπρίλη είναι ένα προφάρμακο που υδρολύεται in vivo στον δραστικό της μεταβολίτη, την βεναζεπριλάτη. Η βεναζεπριλάτη είναι ένας πολύ ισχυρός και εκλεκτικός αναστολέας του ΜΕΑ, που αναστέλλει τη μετατροπή της μη-δραστικής αγγειοτασίνης Ι σε δραστική αγγειοτασίνη ΙΙ και συνεπώς μειώνει τη σύνθεση της αλδοστερόνης.
Κατά συνέπεια εμποδίζει τις έμμεσες επιδράσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ και της αλδοστερόνης, περιλαμβανομένης της αγγειοσυστολής τόσο των αρτηριών όσο και των φλεβών, την κατακράτηση νατρίου και ύδατος από τους νεφρούς και την εξέλιξη των επιδράσεων (συμπεριλαμβανομένης της παθολογικής καρδιακής υπερτροφίας και των εκφυλιστικών νεφρικών αλλοιώσεων).
Το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν προκαλεί μακράς διαρκείας αναστολή της δράσης του ΜΕΑ του πλάσματος στους σκύλους και στις γάτες, με μεγαλύτερη από 95% αναστολή στο μέγιστο της επίδρασης και σημαντική δραστικότητα (>80% στους σκύλους και >90% στις γάτες) που διαρκεί 24 ώρες μετά τη χορήγηση.
Το προϊόν μειώνει την πίεση του αίματος και τον όγκο φόρτωσης στην καρδιά των σκύλων με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Στις γάτες με πειραματική νεφρική ανεπάρκεια, το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν έφερε σε φυσιολογικά επίπεδα την αυξημένη σπειραματική πίεση των τριχοειδών και μείωσε τη συστηματική αρτηριακή πίεση.
Η μείωση της σπειραματικής υπέρτασης μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της νεφρικής νόσου αναστέλλοντας την περαιτέρω βλάβη των νεφρών.
Ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες πεδίου σε γάτες με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) έχουν αποδείξει ότι το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μείωσε σημαντικά τα επίπεδα πρωτεϊνης στο ούρο και την αναλογία πρωτεϊνών-κρεατινίνης στο ούρο (UPC). Αυτό είναι πιθανόν έμμεσο αποτέλεσμα της μείωσης της σπειραματικής υπέρτασης και της ευεργετικής επίδρασης στη σπειραματική βασική μεμβράνη.
Δεν έχει αποδειχθεί καμία επίδραση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος όσον αφορά την επιβίωση σε γάτες με χρόνια νεφρική νόσο, αλλά το προϊόν αύξησε την όρεξη στις γάτες, ιδιαίτερα σε προχωρημένες περιπτώσεις.
Μετά την από του στόματος χορήγηση της υδροχλωρικής βεναζεπρίλης, τα μέγιστα επίπεδα βεναζεπρίλης επιτυγχάνονται ταχέως (Tmax 0,5 ώρες στους σκύλους και μέσα σε 2 ώρες στις γάτες) και μειώνονται γρήγορα καθώς το φάρμακο μεταβολίζεται εν μέρει από τα ηπατικά ένζυμα σε βεναζεπριλάτη.
Η συστηματική βιοδιαθεσιμότητα είναι ελλιπής (~13% στους σκύλους) λόγω της μη πλήρους απορρόφησης (38% στους σκύλους, <30% στις γάτες) και του μεταβολισμού πρώτης διέλευσης.
Στους σκύλους, οι μέγιστες συγκεντρώσεις της βεναζεπριλάτης (Cmax 37,6 ng/ml μετά από χορήγηση δόσης 0,5 mg/kg υδροχλωρικής βεναζεπρίλης) επιτυγχάνονται με Τmax 1,25 ώρες.
Στις γάτες, οι μέγιστες συγκεντρώσεις της βεναζεπριλάτης (Cmax 77,0 ng/ml μετά από χορήγηση δόσης 0,5 mg/kg υδροχλωρικής βεναζεπρίλης) επιτυγχάνονται με Τmax 2 ώρες.
Οι συγκεντρώσεις της βεναζεπριλάτης μειώνονται σε δύο φάσεις. Η αρχική ταχεία φάση (t1/2 = 1,7 ώρες στους σκύλους και t1/2 = 2,4 ώρες στις γάτες) αντιστοιχεί στην απέκκριση του ελεύθερου φαρμάκου, ενώ η τελική φάση (t1/2 = 19 ώρες στους σκύλους και t1/2 = 29 ώρες στις γάτες) εκφράζει την απελευθέρωση της βεναζεπριλάτης που ήταν δεσμευμένη με το ΜΕΑ, κυρίως στους ιστούς. Η βεναζεπρίλη και η βεναζεπριλάτη δεσμεύονται εκτενώς από τις πρωτεΐνες του πλάσματος (85-90%), και στους ιστούς βρίσκονται κυρίως στο ήπαρ και τα νεφρά.
Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά στη φαρμακοκινητική της βεναζεπριλάτης όταν η υδροχλωρική βεναζεπρίλη χορηγείται σε σκύλους νηστικούς ή που έχουν λάβει τροφή. Επαναλαμβανόμενη χορήγηση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος οδηγεί σε μικρή βιοσυσσώρευση της βεναζεπριλάτης (R = 1,47 σε σκύλους και R = 1,36 σε γάτες με 0,5 mg/kg), ενώ σταθερή κατάσταση επιτυγχάνεται μέσα σε λίγες ημέρες (4 ημέρες στους σκύλους).
Η βεναζεπριλάτη στους σκύλους απεκκρίνεται κατά 54% από τη χολή και κατά 46% από το ουροποιητικό σύστημα και στις γάτες κατά 85% από τη χολή και κατά 15% από το ουροποιητικό σύστημα. Η νεφρική απομάκρυνση της βεναζεπριλάτης δεν επηρεάζεται στους σκύλους ή στις γάτες με διαταραχή νεφρικής λειτουργίας και συνεπώς δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης του προϊόντος σε περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας.