Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Θυρεοειδείς ορμόνες
Κωδικός ATCvet: QH03AA01
Φαρμακολογικά η λεβοθυροξίνη κατατάσσεται στα ορμονικά ιδιοσκευάσματα που χορηγούνται ως θεραπεία υποκατάστασης.
Η λεβοθυροξίνη T4 μετατρέπεται σε τριϊωδοθυρονίνη T3. H T3 επιδρά στο μεταβολισμό των κυττάρων αφού συνδεθεί με συγκεκριμένους υποδοχείς στον πυρήνα, τα μιτοχόνδρια και την κυτταροπλασματική μεμβράνη. Η αλληλεπίδραση της T3 με τα σημεία σύνδεσης οδηγεί σε αύξηση της αντιγραφής του DNA ή σε τροποποίηση του RNA, επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο τη σύνθεση πρωτεϊνών και τη δράση των ενζύμων.
Οι θυρεοειδείς ορμόνες δρουν σε πολλές διαφορετικές κυτταρικές διεργασίες. Στην ενδομήτρια ζωή, τόσο στα ζώα όσο και τον άνθρωπο, έχουν καθοριστικό ρόλο στην ομαλή ανάπτυξη, ιδιαίτερα του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η εξωγενής χορήγηση θυρεοειδών ορμονών αυξάνει τον βασικό μεταβολισμό των κυττάρων και την κατανάλωση οξυγόνου, επηρεάζοντας τη λειτουργία όλων των οργανικών συστημάτων.
Σε μερικούς σκύλους η L-θυροξίνη φαίνεται ότι απορροφάται καλύτερα ή/και αποβάλλεται με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με άλλα ζώα. Επιπλέον, το ποσοστό της απορρόφησης και αποβολής της επηρεάζεται από την ημερήσια πρόσληψη νατριούχου λεβοθυροξίνης (μεγαλύτερη απορρόφηση/μικρότερου βαθμού αποβολή στην περίπτωση λήψης μικρής δόσης και το αντίθετο στην περίπτωση λήψης μεγαλύτερης δόσης). Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους μεταξύ των σκύλων και παρόλο που η παρουσία τροφής μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση, θεωρείται ότι η επίδρασή της στη φαρμακοκινητική είναι τελικά περιορισμένη.
Η απορρόφηση είναι σχετικά αργή και όχι πλήρης: στις περισσότερες περιπτώσεις η Τmax εμφανίζεται μεταξύ 1 και 5 ωρών μετά τη χορήγηση από το στόμα, και η μέση Cmax διαφέρει μέχρι και τρεις φορές μεταξύ των σκύλων που λαμβάνουν τις ίδιες δόσεις.
Σε σκύλους που έχουν λάβει επαρκή δόση, η ανώτατη τιμή στο πλάσμα προσεγγίζει ή και υπερβαίνει ελαφρά την ανώτατη φυσιολογική τιμή της T4 στο πλάσμα και 12 ώρες μετά τη χορήγηση από το στόμα μειώνεται κάτω από τη μέση τιμή της φυσιολογικής της διακύμανσης. Ο ρυθμός μείωσης της T4 στο πλάσμα επιβραδύνεται στον υποθυρεοειδισμό. Ένα μεγάλο μέρος της θυροξίνης δεσμεύεται από το ήπαρ.
Η L-θυροξίνη συνδέεται με τις πρωτεΐνες και τις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος. Μέρος της δόσης θυροξίνης μεταβολίζεται σε τριϊωδοθυρονίνη (T3), που είναι περισσότερο δραστική, με την αποβολή ιόντων ιωδίου. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται περαιτέρω και τα προϊόντα που προκύπτουν (και είναι διαφορετικά από την T3 και T4) δεν έχουν δράση παρόμοια με τις θυρεοειδείς ορμόνες. Υπάρχουν και άλλες οδοί μεταβολισμού των θυρεοειδών ορμονών, όπως η δημιουργία συμπλόκων που σχηματίζουν ευδιάλυτα γλυκουρονίδια και θειϊκά άλατα και απεκκρίνονται μέσω της χολής ή των ούρων, και η διάσπαση των δεσμών αιθέρα στο μόριο της ιωδοθυρονίνης. Στο σκύλο περισσότερο από το 50% της T4 που παράγεται κάθε μέρα αποβάλλεται με τα κόπρανα. Τα αποθέματα της T4 στον υπόλοιπο οργανισμό εξαντλούνται και αντικαθίστανται μέσα σε μία ημέρα.