Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: αντιμικροβιακά για συστηματική χρήση, λινκοσαμίδες
Κωδικός ATCvet: QJ01FF01
Η κλινδαμυκίνη είναι ένα ημι-συνθετικό αντιβιοτικό που παράγεται από το φυσικά παραγόμενο αντιβιοτικό από τον Streptomyces lincolnensis var. lincolnensis, με αντικατάσταση της 7 (R)υδροξυ ομάδας από 7 (S)χλωρο ομάδα.
Ο μηχανισμός δράσης της κλινδαμυκίνης είναι βακτηριοστατικός. Το φάρμακο παρεμβαίνει στην πρωτεϊνική σύνθεση στα βακτηριακά κύτταρα, με αποτέλεσμα την αναστολή της ανάπτυξης και του πολλαπλασιασμού των βακτηρίων. Η κλινδαμυκίνη συνδέεται με το 23S συστατικό στοιχείο του ριβοσωμικού RNA της υπομονάδας 50S. Αυτό αναστέλλει τη σύνδεση των αμινοξέων σε αυτά τα ριβοσώματα, με αποτέλεσμα την αναστολή του σχηματισμού του πεπτιδικού δεσμού. Οι ριβοσωμικές θέσεις ομοιάζουν με αυτές που συνδέονται με μακρολίδια, στρεπτογραμίνες, ή χλωραμφαινικόλη.
Η κλινδαμυκίνη είναι ένα μετρίου φάσματος αντιμικροβιακό φάρμακο.
Ευαίσθητοι μικροοργανισμοί (S):
Η κλινδαμυκίνη έχει in vitro δράση έναντι των ακόλουθων μικροοργανισμών (βλ. MICs παρακάτω):
Τα όρια ευαισθησίας για την κλινδαμυκίνη στην κτηνιατρική είναι διαθέσιμα για τους σκύλους για τους Staphylococcus spp. και την ομάδα των αιμολυτικών Streptococci-β στις λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών ιστών: Ευαισθησία (S) ≤0,5μg/ml, Μέτρια ευαισθησία (I) = 1-2μg/ml, Ανθεκτικότητα (R) ≥4μg/ml. (CLSI Ιούλιος 2013).
Το αντιβιοτικό κλινδαμυκίνη ανήκει στην ομάδα των λινκοσαμιδών. Μπορεί να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα μόνο στις λινκοσαμίδες, αλλά συνήθως αναπτύσσεται διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ μακρολιδίων, λινκοσαμιδών και στρεπτογραμινών Β (ομάδα MLSB). Η ανθεκτικότητα είναι το αποτέλεσμα της μεθυλίωσης των αδενινο-υπολειμμάτων στο 23S RNA της 50S ριβοσωμικής υπομονάδας, που προλαμβάνει τη σύνδεση του φαρμάκου στο σημείο στόχο. Διαφορετικά βακτηριακά είδη είναι ικανά να συνθέτουν ένα ένζυμο, κωδικοποιημένο από μια σειρά γονιδίων δομικά συνδεόμενων με τη ριβοσωμική μεθυλάση της ερυθρομυκίνης (erm). Στα παθογόνα βακτήρια, αυτοί οι παράγοντες δημιουργούνται κυρίως από πλασμίδια και μεταλλάξεις που είναι αυτο-μεταφερόμενες. Τα γονίδια erm εμφανίζονται κατά προτίμηση ως παραλλαγές erm(A) και erm (C) στον Staphylococcus aureus και ως παραλλαγή erm(B) στον Staphylococcus pseudintermedius, σε στρεπτόκοκκους και εντερόκοκκους. Βακτήρια ανθεκτικά στα μακρολίδια, αλλά αρχικά ευαίσθητα στην κλινδαμυκίνη, αναπτύσσουν ταχέως ανθεκτικότητα στην κλινδαμυκίνη όταν εκτίθενται σε μακρολίδια. Αυτά τα βακτήρια παρουσιάζουν κίνδυνο επιλογής ιδιοσυστατικών μεταλλάξεων in vivo.
H επίκτητη ανθεκτικότητα της ομάδας MLSB δεν ανιχνεύεται in vitro με πρότυπες μεθόδους δοκιμών ευαισθησίας. Συνιστάται η δοκιμή D-zone να γίνεται σε βάση ρουτίνας στα διαγνωστικά κτηνιατρικά εργαστήρια με σκοπό τον εντοπισμό των βακτηρίων που απομονώθηκαν κλινικά από ζώα και εμφανίζουν επίκτητο φαινότυπο ανθεκτικότητας. Η χρήση της κλινδαμυκίνης να αποφεύγεται σε αυτά τα ζώα.
Η συχνότητα ανθεκτικότητας των Staphylococcus spp. στις λινκοσαμίδες εμφανίζεται να είναι ευρεία στην Ευρώπη. Βιβλιογραφικά δεδομένα (2016) δείχνουν συχνότητα μεταξύ 25 έως 40%.
Η υδροχλωρική κλινδαμυκίνη μετά από χορήγηση από το στόμα απορροφάται ταχέως από το γαστρεντερικό σωλήνα του σκύλου.
Μετά από χορήγηση από το στόμα 13,1 mg/kg σωματικού βάρους, η μέγιστη συγκέντρωση των 6,4 μg/ml (μέση Cmax) στο πλάσμα του αίματος επιτυγχάνεται σε 50 λεπτά της ώρας (μέσος Tmax).
Ο βιολογικός χρόνος ημίσειας ζωής της κλινδαμυκίνης στο πλάσμα του αίματος του σκύλου είναι περίπου 5 ώρες. Δεν έχει παρατηρηθεί συσσωρευτική δράση στους σκύλους μετά από αρκετές χορηγήσεις από το στόμα.
Εκτεταμένη έρευνα για το μοντέλο μεταβολισμού και αποβολής της κλινδαμυκίνης αποδεικνύει ότι το αρχικό μόριο καθώς και οι βιο-δραστικοί και μη βιο-δραστικοί μεταβολίτες αποβάλλονται με το ούρο και τα κόπρανα.
Σχεδόν εξ' ολοκλήρου η βιο-δραστικότητα στον ορό του αίματος μετά από χορήγηση από το στόμα οφείλεται στο αρχικό μόριο (κλινδαμυκίνη).