Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό, σε κάποιο από τα έκδοχα, ή τη λινκομυκίνη.
Να μη χορηγείται σε κουνέλια, κρικητούς, ινδικά χοιρίδια, τσιντσιλά, άλογα ή μηρυκαστικά, γιατί η κατάποση της κλιναδαμυκίνης από αυτά τα είδη ζώων μπορεί να προκαλέσει σοβαρές γαστρεντερικές διαταραχές.
Καμία.
Τα μασώμενα δισκία είναι εύγευστα. Για την αποφυγή τυχαίας κατάποσής τους, να φυλάσσονται σε μέρος που δεν προσεγγίζουν τα ζώα.
Η χρήση του προϊόντος πρέπει να βασίζεται σε δοκιμή ευαισθησίας των βακτηρίων που απομονώνονται από το ζώο.
Όταν χρησιμοποιείται το προϊόν να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές και τοπικές αντιμικροβιακές πολιτικές.
Χρήση του προϊόντος αποκλίνουσα των οδηγιών της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος μπορεί να αυξήσει τον επιπολασμό των ανθεκτικών στην κλινδαμυκίνη βακτηρίων και να μειώσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με λινκομυκίνη, ή μακρολίδια αντιμικροβιακά, λόγω της πιθανής διασταυρούμενης ανθεκτικότητας.
Η κλινδαμυκίνη και η ερυθρομυκίνη εμφανίζουν παράλληλη ανθεκτικότητα.
Έχει αποδειχθεί τμηματική διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ κλινδαμυκίνης, ερυθρομυκίνης και άλλων μακρολιδίων αντιβιοτικών.
Κατά τη διάρκεια παρατεταμένης θεραπείας επί ένα μήνα ή περισσότερο, θα πρέπει να ελέγχονται περιοδικά οι λειτουργίες του ήπατος και των νεφρών και να μετρούνται τα κύτταρα του αίματος.
Σε ζώα με σοβαρές νεφρικές διαταραχές και/ή πολύ σοβαρές ηπατικές διαταραχές συνοδευόμενες από σοβαρές μεταβολικές διαταραχές, η χορηγούμενη δόση θα πρέπει να προσδιορίζεται προσεκτικά και η κατάστασή τους να ελέγχεται με εξετάσεις αίματος κατά τη διάρκεια της θεραπείας με υψηλές δόσεις κλινδαμυκίνης.
Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στις λινκοσαμίδες (λινκομυκίνη και κλινδαμυκίνη) πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.
Πλύνετε τα χέρια μετά το χειρισμό των δισκίων.
Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, μπορεί να παρατηρηθούν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως κοιλιακός πόνος και διάρροια. Θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την αποφυγή κατάποσης από λάθος.
Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, ιδιαίτερα από παιδιά, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Έχουν παρατηρηθεί πολύ σπάνια έμετος και διάρροια.
Έχουν παρατηρηθεί πολύ σπάνια αντιδράσεις υπερευαισθησίας και θρομβοπενία.
Η κλινδαμυκίνη μερικές φορές προκαλεί πολλαπλασιασμό μη ευαίσθητων μικροοργανισμών, όπως κλωστρίδια και μύκητες. Σε περίπτωση αναμόλυνσης, θα πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα βάσει της κλινικής κατάστασης.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Αν και μελέτες σε επίμυες με υψηλές δόσεις δείχνουν ότι η κλινδαμυκίνη δεν είναι τερατογόνος και δεν επιδρά σημαντικά στις αναπαραγωγικές αποδόσεις των αρσενικών και θηλυκών ζώων, η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί σε έγκυους θηλυκούς σκύλους ή σε αρσενικούς σκύλους αναπαραγωγής.
Η κλινδαμυκίνη διαπερνά τον πλακούντα και το φραγμό αίματος-γάλακτος.
Η θεραπεία θηλυκών ζώων που γαλουχούν μπορεί να προκαλέσει διάρροια στα κουτάβια.
Χρησιμοποιήστε το προϊόν μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Δεν συνιστάται η χρήση του προϊόντος σε νεογέννητα.
Η υδροχλωρική κλινδαμυκίνη έχει νευρομυϊκή ανασταλτική δράση που μπορεί να επαυξήσει τη δράση άλλων νευρομυϊκών αναστολέων. Το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ζώα που λαμβάνουν τέτοιους αναστολείς.
Η κλινδαμυκίνη δεν πρέπει να συνδυάζεται με ερυθρομυκίνη ή άλλα μακρολίδια για την πρόληψη της προκαλούμενης από τα μακρολίδια ανθεκτικότητας στην κλινδαμυκίνη.
Η κλινδαμυκίνη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης στο πλάσμα του αίματος με κίνδυνο την έλλειψη δραστικότητας.
Κατά την ταυτόχρονη χρήση κλινδαμυκίνης και αμινογλυκοσιδών (π.χ. γενταμυκίνη), δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών (οξεία νεφρική ανεπάρκεια).
Δεν εφαρμόζεται