Βιβλιογραφική αναφορά: EPRINEX MULTI Διάλυμα επίχυσης (2022)

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιπαρασιτικά προϊόντα, Εντομοκτόνα και Απωθητικά, Ενδοκτόνα, Μακροκυκλικές λακτόνες, Αβερμεκτίνες, Επρινομεκτίνη
Κωδικός ATCvet: QP54AA04

Η επρινομεκτίνη ανήκει στην κατηγορία των μακροκυκλικών λακτονών των ενδο- εξω-παρασιτοκτόνων. Οι ενώσεις της κατηγορίας αυτής ενώνονται εκλεκτικά και με υψηλή συγγένεια με τις γλουταμινικές εισόδους των διαύλων των ιόντων χλωρίου, που υπάρχουν στα νευρικά ή μυϊκά κύτταρα των ασπόνδυλων. Αυτό οδηγεί σε αύξηση της διαπερατότητας της κυτταρικής μεμβράνης σε ιόντα χλωρίου με υπερπόλωση του νευρικού ή μυϊκού κυττάρου, που οδηγεί στην παράλυση και το θάνατο του παρασίτου.

Οι ενώσεις αυτής της κατηγορίας μπορούν επίσης να αλληλεπιδράσουν με άλλες θέσεις εισόδου των διαύλων των ιόντων χλωρίου, όπως αυτές που ελέγχονται από τον γ-αμινοβουτυρικό (GABA) νευροδιαβιβαστή.

Το περιθώριο ασφαλείας για ενώσεις αυτής της κατηγορίας αποδίδεται στο γεγονός ότι τα θηλαστικά δε διαθέτουν γλουταμινικές εισόδους των διαύλων χλωρίου. Στα θηλαστικά, οι μακροκυκλικές λακτόνες έχουν χαμηλή συγγένεια με άλλες θέσεις εισόδου των διαύλων των ιόντων χλωρίου και δε διαπερνούν εύκολα τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό.

Φαρμακοκινητική

Η επρινομεκτίνη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό σε πρωτεΐνες του πλάσματος (99%).

Έχουν διεξαχθεί φαρμακοκινητικές μελέτες σε ζώα που βρίσκονται σε περίοδο γαλουχίας και εκτός περιόδου γαλουχίας, στα οποία χορηγήθηκε τοπικά εφάπαξ δόση 0,5 mg/kg σωματικού βάρους σε βοοειδή και 1 mg/kg σωματικού βάρους σε πρόβατα και αίγες.

Για τα βοοειδή, τα αποτελέσματα από δύο αντιπροσωπευτικές μελέτες έδειξαν μέσες τιμές της μέγιστης συγκέντρωσης στο πλάσμα 9,7 και 43,8 ng/ml, οι οποίες παρατηρήθηκαν 4,8 και 2,0 ημέρες μετά τη χορήγηση της δόσης. Οι αντίστοιχοι χρόνοι ημίσειας ζωής στο πλάσμα ήταν 5,2 και 2,0 ημέρες και οι μέσες τιμές της περιοχής κάτω από την καμπύλη ήταν 124 και 241 ng*ημέρα/ml.

Η επρινομεκτίνη δε μεταβολίζεται σε μεγάλο βαθμό στα βοοειδή μετά από τοπική χορήγηση. Τα κόπρανα ήταν η κύρια οδός απέκκρισης του φαρμάκου στα βοοειδή κρεοπαραγωγής και στις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής.

Για τα πρόβατα, παρατηρήθηκε μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (Cmax) 6,20 ng/ml μετά από την τοπική χορήγηση δόσης του 1 mg/kg. Ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα ήταν 6,4 ημέρες με μέση τιμή της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUClast) 48,8 ng*ημέρα/ml.

Για τις αίγες, παρατηρήθηκαν μέσες τιμές της μέγιστης συγκέντρωσης στο πλάσμα που κυμαίνονταν από 3 έως 13,1 ng/ml, κατά μέσο όρο από 17 ώρες έως 2 ημέρες μετά τη χορήγηση της δόσης. Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα κυμαινόταν από μία ημέρα έως και 5 ημέρες, με μέσες τιμές της περιοχής κάτω από την καμπύλη που κυμαίνονταν από 15,7 έως 39,1 ng*ημέρα/ml.

Μια in vitro μικροσωμική μελέτη μεταβολισμού διεξήχθη χρησιμοποιώντας ηπατικά μικροσώματα, που απομονώθηκαν από βοοειδή, πρόβατα και αίγες. Η μελέτη αυτή έδειξε ότι οι παρατηρούμενες διαφορές στη φαρμακοκινητική μεταξύ των βοοειδών, των προβάτων και των αιγών δεν προκύπτουν από διαφορές στο ρυθμό ή την έκταση του μεταβολισμού, αλλά υποδεικνύουν την πληρέστερη απορρόφηση της επρινομεκτίνης στα βοοειδή.

Περιβαλλοντικές ιδιότητες

Βλ. κεφάλαιο 4.5 (άλλες προφυλάξεις).

Η επρινομεκτίνη, όπως και άλλες μακροκυκλικές λακτόνες, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει δυσμενώς οργανισμούς που δεν ανήκουν σε αυτούς, για τους οποίους χρησιμοποιείται. Μετά τη θεραπεία, μπορεί να λάβει χώρα η απέκκριση δυνητικά τοξικών επιπέδων επρινομεκτίνης σε μία περίοδο αρκετών εβδομάδων. Κόπρανα τα οποία περιέχουν επρινομεκτίνη και αποβάλλονται σε βοσκότοπους από ζώα που έλαβαν θεραπεία, μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση της πληθώρας των οργανισμών που τρέφονται με κοπριά, με ενδεχόμενο αντίκτυπο στην αποσύνθεση της κοπριάς. Η επρινομεκτίνη είναι πολύ τοξική για τους υδρόβιους οργανισμούς, παραμένει στο έδαφος και μπορεί να συσσωρευτεί στα ιζήματα.