Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: συμπλήρωμα μετάλλων, ασβέστιο, συνδυασμοί με βιταμίνη D και/ή άλλα φάρμακα
Κωδικός ATCvet: QA12AX
Το ασβέστιο είναι ένα από τα πιο σημαντικά χημικά στοιχεία στον οργανισμό των ανθρώπων και ζώων, αναγκαίο για τη διατήρηση της κατάλληλης δομής οστών και δοντιών. Επιπλέον παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία σύσπασης των μυών και σε πολλές άλλες βιοχημικές διαδικασίες, όπως στην πήξη του αίματος, τη νευρική αγωγιμότητα ή τη λειτουργία μυϊκών κυττάρων. Το ασβέστιο στη μορφή γλυκονικού θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην θεραπεία της υπασβαιστιαιμίας.
Το μαγνήσιο όπως και το ασβέστιο είναι ένα μακροστοιχείο υψηλής βιολογικής σημασίας. Δρά ως συνένζυμο σε πολλές ενζυματικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα όσες σχετίζονται με τη μεταφορά φωσφορικών αλάτων υψηλής ενέργειας. Επίπλεον, διεγείρει τη νευρομυϊκή μετάδοση (αποτρέποντας την εμφάνιση παροξυσμικών τονικο-κλονικών συσπάσεων και συσπάσεων τετάνου), εμποδίζει την απελευθέρωση ακετυλοχολίνης στον νευρομυϊκό σύνδεσμο, διεγείρει την εκκριση παραθορμόνης και εμπλέκεται στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου. Υπάρχει αξιοσημείωτη αλληλεξάρτηση ανάμεσα σε ασβέστιο και μαγνήσιο. Το ασβέστιο δρά ανταγωνιστικά στην επίδραση του μαγνησίου ως προς τη καρδιακή και νευρομυϊκή δραστηριότητα.
Η υπομαγνησιαιμία ως μεμονωμένη κατάσταση παρατηρείται σπάνια. Συνδέεται συχνότερα με έλλειψη ασβεστίου και και φωσφόρου, τα συμπτώματα των οποίων συχνά καλύπτουν τα συμπτώματα της υπομαγνησιαιμίας. Το γλυκεροφωσφορικό νάτριο είναι πηγή φωσφόρου που υποστηρίζει την αντιμετώπιση των διαταραχών του μεταβολισμού του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου. Το γλυκεροφωσφορικό είναι παράγοντας υψηλής ενέργειας μέσω του οποίου λαμβάνουν χώρα καταβολικές και αναβολικές αντιδράσεις, παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του λίπους, αποτελεί μέσον για τη βιοσύνθεση φωσφατιδίλ-χολινών και λεκιθινών καθώς επίσης είναι υπόστρωμα για φωσφατάσες.
Κατά τη διάρκεια της υπασβεστιαιμίας η παραθυρεοειδής ορμόνη (PTH) αυξάνει την έκκριση φωσφόρου στα ούρα και το σάλιο, πράγμα που καθιστά δύσκολο να καθοριστεί το ακριβές επίπεδο φωσφόρου και προκαλεί υποφωσφαταιμία παράλληλα με υπασβεστιαιμία.
99% του ασβεστίου του σώματος βρίσκεται στο σκελετό. Το υπόλοιπο 1% βρίσκεται κυρίως σε εξωκυτταρικό χώρο από τον οποίο σχεδόν 40% δεσμεύεται από πρωτεϊνες πλάσματος ενώ σχεδόν 50% είναι σε μορφή εύκολα διαλυτών ιόντων. Η μέση συγκέντρωση ασβεστίου στο πλάσμα αίματος κυμαίνεται μεταξύ 2.0 και 2.8 mmol/l. Το ασβέστιο εκκρίνεται κυρίως μέσω των κοπράνων διότι το 90% της συνολικής ποσότητας που φτάνει στα νεφρά επαναπορροφάται στα νεφρικά σωληνάρια. Επιπλέον, το ασβέστιο έχει τη δυνατότητα να διαπερνάει τα όρια του πλακούντα και να εισχωρεί στο γάλα.
Το μαγνήσιο εμφανίζεται κυρίως στα οστά (50%), ενδοκυτταρικά (45%) και σε εξωκυτταρικό υγρό (5%). Το ⅓ του μαγνησίου που βρίσκεται στον ορό αίματος δεσμεύεται στις πρωτεϊνες πλάσματος. Εκκρίνεται κυρίως μέσω των ούρων. Το κανονικό επίπεδο μαγνησίου στο πλάσμα αίματος είναι 0.75 mmol/l.
Ο φώσφορος στη μορφή γλυκεροφωσφορικού απορροφάται εύκολα μετά την παρεντερική χορήγηση και είναι ένα συνηθισμένο και φυσικό ενδιάμεσο προϊόν στους μεταβολικούς μετασχηματισμούς. Κατά τη διάρκεια της υδρόλυσης, το γλυκεροφωσφορικό μετατρέπεται σε ανόργανο φωσφορικό άλας, το οποίο διεισδύει στον ορό αίματος, στο εξωκυτταρικά υγρό, στις κυτταρικές μεμβράνες, στα ενδοκυτταρικά υγρό, στο κολλαγόνο, στον ιστό των οστών και στο γάλα. Μαζί με τα ούρα εκκρίνεται και πάνω από 90% φωσφορικού άλατος από το οποίο περίπου 80% επαναπορροφάται ενεργά στο νεφρό. Ενώ οι παραθυρεοειδείς ορμόνες διεγείρουν την έκκριση φωσφορικού άλατος μέσω των ούρων εμποδίζοντας την επαναπορρόφηση, η βιταμίνη D και oι μεταβολίτες της βελτιώνουν άμεσα την επαναπορρόφηση του φωσφορικού άλατος στα νεφρικά σωληνάρια. Το κανονικό επίπεδο ανόργανου φωσφορικού άλατος στο πλάσμα αίματος είναι 1.4-2.3 mmol/l.