Βιβλιογραφική αναφορά: PROCOX Πόσιμο εναιώρημα για σκύλους (2024)

Αντενδείξεις

Να μη χρησιμοποιείται σε σκύλους/κουτάβια τα οποία είναι ηλικίας μικρότερης των 2 εβδομάδων ή ζυγίζουν λιγότερο των 0,4 kg.

Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο(στα) δραστικό(ά) συστατικό(ά) ή σε κάποιo(α) έκδοχo(α).

Ειδικές προειδοποιήσεις

Το Procox είναι αποτελεσματικό ενάντια στην αναπαραγωγή κοκκιδίων και ενάντια στη διασπορά ωοκύστεων. Η αναπαραγωγή του παρασίτου που βλάπτει τον εντερικό βλεννογόνο του σκύλου, μπορεί να προκαλέσει εντερίτιδα. Επομένως, η θεραπεία με το Procox δεν επιλύει τα κλινικά συμπτώματα που προκύπτουν από τη βλάβη του βλεννογόνου (π.χ. διάρροια) τα οποία έχουν προκύψει πριν από τη θεραπεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις η υποστηρικτική θεραπεία μπορεί να είναι αναγκαία.

Η θεραπεία κατά της Isospora θα πρέπει να στοχεύει στην ελαχιστοποίηση της διασποράς των ωοκύστεων στο περιβάλλον, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα επαναμόλυνσης ομάδων/κυνοκομείων με γνωστές και επαναλαμβανόμενες μολύνσεις από Isospora. Μια στρατηγική πρόληψης, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για την εξάλειψη της μόλυνσης, θα πρέπει να ξεκινήσει. Η θεραπεία με Procox εμπεριέχεται σαν ένα από τα πολλά μέτρα, αναγκαία σε μια τέτοια στρατηγική.

Είναι σημαντικό να εφαρμοστούν μέτρα υγιεινής ιδιαιτέρως να διασφαλιστεί ότι το περιβάλλον είναι όσο το δυνατόν στεγνό και καθαρό, προκειμένου να αποτραπεί επαναμόλυνση από το περιβάλλον. Οι ωοκύστεις της Isospora είναι ανθεκτικές σε πολλά απολυμαντικά και μπορούν να επιβιώσουν στο περιβάλλον για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Η έγκαιρη απομάκρυνση των περιττωμάτων πριν τη σπορογονία των ωοκύστεων (εντός 12 ωρών) μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης της μόλυνσης. Μια χορήγηση του Procox σε μια τοκετομάδα/ομάδα είναι γενικά επαρκής για να μειώσει τη διασπορά των ωοκύστεων της Isospora μέσα σε αυτήν. Στα κυνοκομεία με επαναλαμβανόμενα κρούσματα κλινικής νόσου εξαιτίας της μόλυνσης από Isospora, κάθε τοκετομάδα θα πρέπει να λαμβάνει χορήγηση για παρατεταμένη χρονική περίοδο, προκειμένου να ελεγχθεί και βαθμιαία να μειωθεί, το επίπεδο της μόλυνσης. Όλοι οι σκύλοι σε κίνδυνο μόλυνσης μέσα στην ομάδα θα πρέπει να λαμβάνουν χορήγηση ταυτόχρονα, συμπεριλαμβανομένων των ενήλικων ζώων διότι αυτοί μπορεί να είναι υποκλινικά μολυσμένοι. Διαγνωστικές μέθοδοι (επίπλευση κοπράνων) για να προσδιοριστεί η παρουσία και το επίπεδο της διασποράς των ωοκύστεων μέσα σε ομάδες ζώων, θα ήταν χρήσιμες στο τέλος ενός προγράμματος ελέγχου για να καταγραφεί η επιτυχία του.

Η άσκοπη χρήση αντιπαρασιτικών ή η χρήση που παρεκκλίνει από τις οδηγίες που δίνονται στην ΠΧΠ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης ανθεκτικότητας και να οδηγήσει σε μειωμένη αποτελεσματικότητα. Η απόφαση για τη χρήση του προϊόντος θα πρέπει να βασίζεται στην επιβεβαίωση των παρασιτικών ειδών και του φορτίου, ή του κινδύνου προσβολής με βάση τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του, για κάθε μεμονωμένο ζώο.

Όπως ισχύει με κάθε παρασιτοκτόνο προϊόν, η συχνή και μακροπρόθεσμη χρήση ανθελμινθικών ή αντιπρωτοζωϊκών μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας. Μια κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, που συνιστάται από κτηνίατρο, θα διασφαλίσει τον επαρκή έλεγχο των παρασίτων και θα μειώσει την πιθανότητα ανάπτυξης ανθεκτικότητας. Η άσκοπη χρήση του προϊόντος θα πρέπει να αποφεύγεται. Η επαναλαμβανόμενη θεραπεία ενδείκνυται μόνο εάν υπάρχει ακόμη υποψία ή εκδήλωση μικτών μολύνσεων από κοκκίδια και νηματώδη, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 3.2.

Ειδικές προφυλάξεις κατά τη χρήση

Ιδιαίτερες προφυλάξεις για την ασφαλή χρήση στα είδη ζώων

Το Procox δε συνιστάται να χρησιμοποιείται σε σκύλους φυλής Collie ή σε συγγενείς φυλές, που φέρουν ή θεωρούνται ύποπτοι ότι φέρουν το mdr1 / μεταλλαγμένο γονίδιο, επειδή η αντοχή του προϊόντος σε κουτάβια με το mdr1 / μεταλλαγμένο γονίδιο έχει αποδειχθεί πως είναι μικρότερη από ό,τι σε άλλα κουτάβια. Η εμοδεψίδη αποτελεί υπόστρωμα για την P-γλυκοπρωτεΐνη.

Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με ιδιαίτερα εξασθενημένους σκύλους ή σκύλους με σοβαρά διαταραγμένη νεφρική ή ηπατική λειτουργία. Για αυτό, το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στα ζώα αυτά σύμφωνα με μια εκτίμηση ωφέλειας/κινδύνου από τον αρμόδιο κτηνίατρο.

Ιδιαίτερες προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται από το άτομο που χορηγεί το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν σε ζώα

Να μην τρώτε, πίνετε ή καπνίζετε κατά το χειρισμό του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Να πλένετε τα χέρια σας μετά τη χρήση.

Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει επαφή με το δέρμα, ξεπλύνετε αμέσως με νερό και σαπούνι.

Εάν το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν εισέλθει κατά λάθος στα μάτια, τότε να πλύνετε τα μάτια επιμελώς με άφθονο νερό.

Σε περίπτωση κατά λάθος κατάποσης, ιδιαίτερα στην περίπτωση παιδιών, αναζητήστε αμέσως ιατρική βοήθεια και επιδείξτε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα.

Ιδιαίτερες προφυλάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος

Δεν ισχύει.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Σκύλοι

Πολύ σπάνια (<1 ζώο / 10.000 υπό θεραπεία ζώα, συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων αναφορών) Λήθαργος
Μυϊκός τρόμος, αταξία, σπασμοί
Διαταραχές της πεπτικής οδού (π.χ. έμετος ή μαλακά κόπρανα)*

* Ελαφρύ και παροδικό

Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε επίσης στην παράγραφο «Στοιχεία επικοινωνίας» του φύλλου οδηγιών χρήσης.

Χρήση κατά την κύηση, τη γαλουχία ή την ωοτοκία

Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει μελετηθεί σε σκύλους που εγκυμονούν και σε σκύλους που γαλουχούν. Επομένως, δεν συνιστάται η χρήση του σε σκύλους που εγκυμονούν και σε σκύλους καθ' όλη τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων της γαλουχίας.

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης

Η εμοδεψίδη αποτελεί υπόστρωμα για την P-γλυκοπρωτεΐνη. Ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα που αποτελούν υποστρώματα/αναστολείς της P-γλυκοπρωτεΐνης (για παράδειγμα, η ιβερμεκτίνη και άλλες αντιπαρασιτικές μακροκυκλικές λακτόνες, η ερυθρομυκίνη, η πρεδνιζολόνη και η κυκλοσπορίνη) θα μπορούσαν να προκαλέσουν φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις. Οι πιθανές κλινικές συνέπειες αυτών των αλληλεπιδράσεων δεν έχουν διερευνηθεί.

Κύριες ασυμβατότητες

Να μην αναμειγνύεται με άλλο κτηνιατρικό φάρμακο.