Βιβλιογραφική αναφορά: MICOTIL Ενέσιμο διάλυμα για βοοειδή και πρόβατα (2020)

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: αντιβακτηριδιακά για συστηματική χρήση, μακρολίδια. Kωδικός ATCvet: QJ01FA91 5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες Η τιλμικοσίνη είναι ένα κυρίως βακτηριοκτόνο ημισυνθετικό αντιβιοτικό της ομάδος των μακρολιδίων. Πιστεύεται ότι επηρεάζει την πρωτεϊνική σύνθεση. Έχει βακτηριοστατική δράση, όμως σε υψηλότερες συγκεντρώσεις δρα ως βακτηριοκτόνο. Αυτή η αντιβακτηριακή δράση στοχεύει κυρίως στους θετικούς κατά Gram μικροοργανισμούς με δράση ενάντια σε μερικούς αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς καθώς και στο μυκόπλασμα βόειας και πρόβειας προέλευσης. Συγκεκριμένα, η δράση της έχει αποδειχθεί ενάντια στους ακόλουθους μικροοργανισμούς: Mannheimia, Pasteurella, Actinomyces (Corynebacterium), Fusobacterium, Dichelobacter, Staphylococcus και Mycoplasma βόειας και πρόβειας προέλευσης.

Ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση μετρηθείσα σε πρόσφατα (2009-2012) απομονωμένα Ευρωπαϊκά στελέχη, προερχόμενα από αναπνευστική νόσο των βοοειδών.

Βακτήρια sppΕύρος MIC
(μg/ml)
MIC50
(μg/ml)
MIC90
(μg/ml)
P. multocida0,5- > 6448
M. haemolytica1 – 64816

Το Ινστιτούτο Κλινικών και Εργαστηριακών Προτύπων (CLSI) έχει ορίσει τα ερμηνευτικά κριτήρια για την τιλμικοσίνη ενάντια στο M. haemolytica βόειας προέλευσης και ιδιαίτερα για την αναπνευστική νόσο των βοοειδών ως εξής: ≤ 8μg/ml = ευαίσθητο, 16 μg/ml = ενδιάμεσο και ≥ 32 μg/ml = ανθεκτικό. Το CLSI επί του παρόντος δεν έχει ερμηνευτικά κριτήρια για το P. multocida βόειας προέλευσης, όμως έχει ερμηνευτικά κριτήρια για το P. multocida χοίρειας προέλευσης και ιδιαίτερα για την αναπνευστική νόσο των χοίρων που είναι: ≤ 16 μg/ml = ευαίσθητο και ≥ 32 μg/ml = ανθεκτικό.

Επιστημονικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι τα μακρολίδια δρουν συνεργικά με το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή. Τα μακρολίδια φαίνεται να ενισχύουν την καταστροφή των βακτηρίων από τα φαγοκύτταρα.

Μετά την από του στόματος ή παρεντερική χορήγηση της τιλμικοσίνης, το κύριο όργανο-στόχoς για τοξικότητα είναι η καρδιά. Οι κύριες επιδράσεις στην καρδιά είναι ο αυξημένος καρδιακός ρυθμός (ταχυκαρδία) και η μειωμένη συσταλτικότητα (αρνητική ινότροπος δραση). Η καρδιαγγειακή τοξικότητα μπορεί να οφείλεται σε αποκλεισμό διαύλων ιόντων ασβεστίου.

Στους σκύλους, η θεραπεία με CaCl2 κατέδειξε θετική δράση στην ινοτρόπο κατάσταση της αριστερής κοιλίας μετά τη χορήγηση τιλμικοσίνης, και ορισμένες μεταβολές στη φλεβική πίεση και στον καρδιακό ρυθμό.

Η δοβουταμίνη αντισταθμίζει μερικώς την αρνητική ινοτρόπο δράση που προκαλείται από την τιλμικοσίνη στους σκύλους. Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές, όπως η προπανολόλη, επιδείνωσαν την αρνητική ινοτρόπο δράση της τιλμικοσίνης στους σκύλους.

Στους χοίρους, η ενδομυϊκή ένεση των 10 mg τιλμικοσίνης/kg σωματικού βάρους προκάλεσε αύξηση του ρυθμού αναπνοής, έμετο και σπασμούς, η δόση των 20 mg/kg σωματικού βάρους ήταν θανατηφόρα για τους 3 στους 4 χοίρους και η δόση των 30 mg/kg σωματικού βάρους προκάλεσε το θάνατο και των 4 χοίρων που εξετάστηκαν. Η ενδοφλέβια ένεση 4,5 έως 5,6 mg τιλμικοσίνης/kg σωματικού βάρους με επακόλουθη ενδοφλέβια ένεση 1 ml επινεφρίνης (1/1000) 2 έως 6 φορές είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο και των 6 χοίρων στους οποίους εφαρμόστηκε η ένεση. Οι χοίροι στους οποίους χορηγήθηκαν ενδοφλέβια 4,5 έως 5,6 mg τιλμικοσίνης/kg σωματικού βάρους χωρίς επινεφρίνη επιβίωσαν όλοι. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η ενδοφλέβια χορήγηση επινεφρίνης αντενδείκνυται.

Έχει παρατηρηθεί διασταυρούμενη αντίδραση μεταξύ τιλμικοσίνης και άλλων μακρολιδίων και λινκομυκίνης.

Φαρμακοκινητική

Απορρόφηση

Έχουν διεξαχθεί πολλές μελέτες. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι, όταν χορηγείται κατά τις συνιστώμενες δόσεις σε μόσχους και πρόβατα μέσω ενδοφλέβιας ένεσης πάνω από τον θώρακα πλαγοπίσθια, οι κύριες παράμετροι είναι:

 Ρυθμός δόσηςΤmax Cmax
Βοοειδή
Μόσχοι νεογνά10 mg/kg σωματικού βάρους1 ώρα1,55 μg/ml
Βοοειδή πάχυνσης10 mg/kg σωματικού βάρους1 ώρα0,97 μg/ml
Πρόβατα
Ζώα 40 kg10 mg/kg σωματικού βάρους8 ώρες0,44 μg/ml
Ζώα 28-50 kg10 mg/kg σωματικού βάρους8 ώρες1,18 μg/ml

Κατανομή

Μετά την υποδόρια ένεση, η τιλμικοσίνη κατανέμεται σ' όλο το σώμα, αλλά ειδικώς υψηλά επίπεδα ανευρίσκονται στους πνεύμονες.

Βιομετασχηματισμός

Διάφοροι μεταβολίτες σχηματίζονται, ο κυρίαρχος των οποίων καθορίστηκε ως T1 (N-demethyl tilmicosin). Όμως το μεγαλύτερο μέρος της τιλμικοσίνης αποβάλλεται αναλλοίωτο.

Αποβολή

Μετά από υποδόρια ένεση η τιλμικοσίνη αποβάλλεται κυρίως δια της χολής με τα κόπρανα, αλλά μικρή ποσότητα αποβάλλεται με τα ούρα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής μετά από υποδόρια ένεση στα βοοειδή είναι 2-3 ημέρες.