Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση καταστολής του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ).
Να μην χρησιμοποιείται σε γάτες και άλλα είδη ζώων.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση κατάποσης καυστικών παραγόντων (οξέων ή αλκαλίων), αφριζόντων προϊόντων, πτητικών ουσιών, οργανικών διαλυτών και μη αμβλέων αντικειμένων (π.χ. γυαλιού).
Να μην χρησιμοποιείται σε ζώα με υποξία, δύσπνοια, επιληπτικές κρίσεις, υπερδιέγερση, υπερβολική αδυναμία, αταξία, σε κωματώδη κατάσταση, χωρίς φυσιολογικά φαρυγγικά αντανακλαστικά ή με άλλες σημαντικές νευρολογικές βλάβες οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πνευμονία από εισρόφηση.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση κυκλοφορικής ανεπάρκειας, καταπληξίας και αναισθησίας.
Να μην χρησιμοποιείται σε ζώα που έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία με ντοπαμινικούς ανταγωνιστές (νευροληπτικά).
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο(στα) δραστικό(ά) συστατικό(ά), ή σε κάποιo(α) έκδοχo(α).
Προσπάθειες εξώθησης με ή χωρίς έμετο είναι πιθανόν να παρατηρηθούν από 2 έως 15 λεπτά μετά την ένεση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος και μπορεί να διαρκέσουν από 2 λεπτά έως 2,5 ώρες (όπως παρατηρήθηκε σε μία κλινική δοκιμή).
Ορισμένοι σκύλοι μπορεί να μην ανταποκριθούν σε αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Εάν δεν προκληθεί έμεση μετά από εφάπαξ ένεση, μην επαναλάβετε την ένεση, καθώς δεν θα έχει αποτέλεσμα και ενδέχεται να προκαλέσει κλινικά συμπτώματα τοξικότητας (βλ. παράγραφο 3.10 Συμπτώματα υπερδοσολογίας (και κατά περίπτωση, μέτρα αντιμετώπισης και αντίδοτα)).
Στους σκύλους με γνωστή ηπατική ανεπάρκεια βαριάς μορφής, η σχέση οφέλους-κινδύνου θα πρέπει να εξετάζεται από τον κτηνίατρο.
Πριν από τη χορήγηση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος, πρέπει να μελετηθεί ο χρόνος κατάποσης της ουσίας (σε σχέση με τους χρόνους γαστρικής κένωσης) και η καταλληλότητα της πρόκλησης έμεσης με βάση τον τύπο της ουσίας της οποίας έγινε κατάποση (βλ. επίσης παράγραφο 3.3).
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να προκαλέσει ναυτία και υπνηλία. Σε περίπτωση που κατά λάθος κάνετε αυτoένεση, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος. ΜΗΝ ΟΔΗΓΕΙΤΕ, καθώς μπορεί να υπάρξει καταστολή.
Έχει αποδειχθεί ότι η απομορφίνη έχει τερατογόνο δράση σε ζώα εργαστηρίου και απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Έγκυες ή θηλάζουσες γυναίκες θα πρέπει να αποφεύγουν τον χειρισμό του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στην απομορφίνη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Σε περίπτωση που υπάρξει επαφή του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος με το δέρμα ή τα μάτια, ξεπλύνετε αμέσως με νερό.
Πλένετε τα χέρια σας μετά τη χρήση.
Δεν ισχύει.
Πολύ συχνά (>1 ζώο / 10 υπό θεραπεία ζώα) | Υπνηλία^1^ Μείωση (ή απώλεια) της όρεξης^1^, αυξημένη σιελόρροια^1^ Άμεσος πόνος κατά την ένεση (ήπιος έως μέτριος)1 |
Συχνά (1 έως 10 ζώα / 100 υπό θεραπεία ζώα) | Αφυδάτωση (ελαφριά)1 Διαταραχές του καρδιακού ρυθμού^1,2^ |
Πολύ σπάνια (<1 ζώο / 10.000 υπό θεραπεία ζώα, συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων αναφορών) | Αταξία |
1 Αυτά τα ανεπιθύμητα συμβάντα είναι παροδικά και μπορεί να σχετίζονται με τη φυσιολογική απόκριση στις προσπάθειες εξώθησης.
2 Ταχυκαρδία ακολουθούμενη από βραδυκαρδία.
Μπορεί να παρατηρηθούν πολλαπλά επεισόδια εμέτου, ενώ μπορεί να υπάρξει έμετος έως και πολλές ώρες μετά την ένεση.
Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας <ή στον τοπικό αντιπρόσωπο του> είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε στην παράγραφο «στοιχεία επικοινωνίας» του φύλλου οδηγιών χρήσης.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας στους σκύλους.
Έχει αποδειχθεί ότι η απομορφίνη έχει τερατογόνο δράση στα κουνέλια και εμβρυοτοξική δράση στους αρουραίους σε δόσεις υψηλότερες από τη συνιστώμενη δόση στους σκύλους. Καθώς η απομορφίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, κατά τη χρήση σε θηλάζοντα θηλυκά, τα κουτάβια θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για ανεπιθύμητες ενέργειες.
To προϊόν να χορηγείται μόνον σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους-κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Τα νευροληπτικά (π.χ. χλωροπρομαζίνη, αλοπεριδόλη) και τα αντιεμετικά (μετοκλοπραμίδη, δομπεριδόνη) μειώνουν ή καταστέλλουν την έμεση που προκαλείται από τη χορήγηση απομορφίνης.
Η χορήγηση ή η προηγούμενη κατάποση οπιοειδών ή βαρβιτουρικών μπορεί να προκαλέσει αθροιστικές επιδράσεις στο ΚΝΣ και αναπνευστική καταστολή με την απομορφίνη.
Συνιστάται προσοχή όταν οι σκύλοι λαμβάνουν άλλον αγωνιστή ντοπαμίνης, όπως καβεργολίνη, λόγω των πιθανών αθροιστικών επιδράσεων, όπως είναι η επιδείνωση ή η αναστολή του εμέτου.
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.