Βιβλιογραφική αναφορά: MULTIMIN Ενέσιμο διάλυμα για βοοειδή (2021)

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: συμπληρώματα ιχνοστοιχείων
Κωδικός για κτηνιατρική χρήση (ATCvet): QA12CX99

Το μαγγάνιο είναι απαραίτητο για τη δράση της γλυκοτρανσφεράσης. Αυτό το ένζυμο παίζει ρόλο στον σχηματισμό ενός βλεννοπολυσακχαρίτη, της θειικής χονδροϊτίνης, η οποία είναι συστατικό του αρθρικού χόνδρου, και λόγω της δράσης του στον σχηματισμό του αρθρικού χόνδρου, είναι επίσης σημαντικό για τη διαμόρφωση των οστών. Το μαγγάνιο είναι ένα σημαντικό συστατικό ενός ενζύμου, της υπεροξειδικής δισμουτάσης του μαγγανίου που χρησιμοποιείται στο ενζυμικό αντιοξειδωτικό σύστημα.

Αν και το μαγγάνιο είναι επίσης μέρος της πυρουβικής καρβοξυλάσης και πολλών άλλων ενζύμων, άλλα δισθενή κατιόντα μπορούν να εξυπηρετήσουν ως εναλλακτικές για τον ρόλο του στη δράση αυτών των ενζύμων.

Ο χαλκός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αρκετών μεταλλοπρωτεϊνών, κυρίως των ενζύμων σερουλοπλασμίνη, μονοαμινοξειδάση, λυσυλοξειδάση, κυτόχρωμα C και υπεροξειδική δισμουτάση.

Ο ψευδάργυρος δρα ως συμπαράγοντας πολλών ενζύμων, όπως η αλκοολική αφυδρογονάση, η καρβονική ανυδράση και η καρβοξυπεπτιδάση. Ο ψευδάργυρος είναι ένα σημαντικό συστατικό του ενζύμου υπεροξειδική δισμουτάση του ψευδαργύρου που χρησιμοποιείται στο ενζυμικό αντιοξειδωτικό σύστημα. Ο ψευδάργυρος παίζει ρόλο στην πρωτεϊνοσύνθεση και στην κυτταρική διαίρεση. Ασκεί επίσης κρίσιμη επιρροή στη διατήρηση της σταθερότητας της κυτταρικής μεμβράνης και στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Η σύνδεση μεταξύ των γνωστών φυσιολογικών λειτουργιών του ψευδαργύρου και των διαφόρων μορφών με τις οποίες εκδηλώνεται η έλλειψη ψευδαργύρου παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητη. Ο ψευδάργυρος αλληλοεπιδρά με αρκετά μεταβολικά ιόντα. Ο χαλκός, το ασβέστιο και το φυτικό οξύ (συστατικό των δημητριακών) μειώνουν την απορρόφηση ψευδαργύρου. Το κάδμιο και ο ψευδάργυρος ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

Το σελήνιο ασκεί αντιοξειδωτική δράση στην κυτταρική μεμβράνη έναντι του υπεροξειδίου του υδρογόνου και των λιποπεροξειδίων. Τα αποτελέσματα σχετίζονται με την ενζυμική δράση της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης (GSHPx) που περιέχει σεληνοκυστεΐνη. Η προστατευτική αντιοξειδωτική δράση του σεληνίου συνδέεται εν μέρει με εκείνη της βιταμίνης Ε. Η σεληνοκυστεΐνη αποτελεί επίσης αναπόσπαστο συστατικό άλλων λειτουργικών πρωτεϊνών, για παράδειγμα της 5-αποϊωδινάσης της τετραϊωδοθυρονίνης (εμπλέκεται στον μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών), αλλά η πλήρης έκταση του βιοχημικού τρόπου δράσης του σεληνίου στον οργανισμό απομένει να διευκρινιστεί.

Φαρμακοκινητική

Απορρόφηση

  • Μετά την υποδόρια χορήγηση, συντελείται ταχεία απορρόφηση των ιχνοστοιχείων στο σημείο της ένεσης.

Κατανομή

  • Μόλις απορροφηθεί, το μαγγάνιο μεταφέρεται σε όργανα πλούσια σε μιτοχόνδρια (ιδίως το ήπαρ, το πάγκρεας και την υπόφυση) όπου σημειώνεται ταχεία συγκέντρωσή του. Το κύριο όργανο που σχετίζεται με τη συσσώρευση μαγγανίου είναι το ήπαρ στο οποίο στατιστικώς συγκεντρώνονται σημαντικά υψηλότερα επίπεδα μαγγανίου από ό,τι στα νεφρά. H απελευθέρωση του μαγγανίου στους ιστούς των θηλαστικών είναι γρήγορη.
  • Ο απορροφηθείς χαλκός προσδένεται στη λευκωματίνη και στα αμινοξέα πλάσματος στο πυλαίο φλεβικό αίμα και μεταφέρεται στο ήπαρ όπου ενσωματώνεται στη σερουλοπλασμίνη και αργότερα απελευθερώνεται στο πλάσμα. Ο χαλκός του ήπατος κατανέμεται σε διαφορετικά υποκυτταρικά κλάσματα τα οποία σχετίζονται με τα χαλκοεξαρτώμενα ένζυμα και τις χαλκοεξαρτώμενες πρωτεΐνες. Ο χαλκός εντοπίζεται επίσης στα ερυθροκύτταρα με τη μορφή της ερυθροκουπρεΐνης και άλλων πρωτεϊνών, καθώς και στον μυελό των οστών όπου είναι συνδεδεμένος με τη μεταλλοθειονίνη.
  • Η συσσώρευση ψευδαργύρου είναι πιο έντονη στους μύες και, κατόπιν, στο ήπαρ, στα νεφρά και στο αίμα. Οι τιμές του ψευδαργύρου στους μύες, στο ήπαρ και στα νεφρά είναι παρόμοιες.
  • Το παρεντερικό σελήνιο μεταφέρεται αρχικά από τη λευκωματίνη ορού, μετά την απορρόφηση, και αργότερα από τα κλάσματα της άλφα-2 και βήτα-1 σφαιρίνης. Το σελήνιο κατανέμεται σε όλο το σώμα, αλλά τα υψηλότερα επίπεδα υπάρχουν στο ήπαρ, τα νεφρά και τους μύες.

Μεταβολισμός

  • Το μαγγάνιο δεν μεταβολίζεται. Απορροφάται και απεκκρίνεται αμετάβλητο.
  • Ο χαλκός είναι διαθέσιμος για μεταβολισμό από το ήπαρ όταν υπάρχει στη μορφή που συνδέεται με τη λευκωματίνη. Το ήπαρ είναι το κύριο όργανο αποθήκευσης του χαλκού στο οποίο το στοιχείο δεσμεύεται στις πρωτεΐνες και ακολουθούν τα νεφρά, οι μύες και το αίμα.
  • Μετά την απορρόφησή του στον οργανισμό, ο ψευδάργυρος συνδέεται σε πρωτεϊνικά σύμπλοκα, το σημαντικότερο εκ των οποίων είναι η μεταλλοθειονίνη, η οποία δρα ως φορέας και μηχανισμός μεταφοράς. Ως στοιχείο, ο ψευδάργυρος δεν μεταβολίζεται καθεαυτό. Ο ψευδάργυρος δεν συσσωρεύεται στον οργανισμό μετά από συνεχιζόμενη [υπερβολική] έκθεση.
  • Η μεταβολική διαδικασία που σχετίζεται με το σελήνιο εξαρτάται από τη χημική μορφή και τη δόση, καθώς και από τη διατροφική κατάσταση. Οι κυριότεροι μεταβολίτες είναι οι μεθυλιωμένες ενώσεις σεληνίου. Έχουν ταυτοποιηθεί δύο βασικά μεταβολικά προϊόντα ενώσεων σεληνίου: το διμεθυλοσεληνίδιο και το ιόν τριμεθυλοσεληνίου.

Αποβολή

  • Το ήπαρ, το πάγκρεας, τα επινεφρίδια και το έντερο διαδραματίζουν ρόλο στην κατ' εξοχήν αποβολή του μαγγανίου μέσω των κοπράνων. Μικρές ποσότητες μπορεί να απεκκρίνονται στα ούρα. Για τους μόσχους, το 21% της ενέσιμης δόσης μαγγανίου αποβάλλεται μέσω της χολής.
  • Ο περίσσιος χαλκός αποβάλλεται κυρίως μέσω της χολής και των κοπράνων, αν και οι απώλειες ούρων αντιπροσωπεύουν το 0,5% έως 3% της ημερήσιας πρόσληψης.
  • Η αποβολή του απορροφηθέντος ψευδαργύρου λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω της χολής (80%) και λιγότερο μέσω των ούρων και του ιδρώτα.