Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Άλλοι πρωτοζωικοί παράγοντες
Κωδικός ATCvet: QP51AX24
Η δομπεριδόνη είναι ανταγωνιστής της ντοπαμίνης που προωθεί την απελευθέρωση της προλακτίνης από το βλεννογόνο αδένα. Η επαναλαμβανόμενη καθημερινή χορήγηση προκαλεί ημερήσια περιοδικά οξεία και αντιστρέψιμα επίπεδα προλακτίνης στο αίμα με διεγερτικά αποτελέσματα στο κυτταρικό ανοσοποιητικό σύστημα, που οδηγεί στην ενεργοποίηση των φαγοκυτταρικών λευκοκυττάρων και κατά συνέπεια, σε μια ενδοκυτταρική μείωση μικροοργανισμών (Leishmania spp.) σε in vitro συνθήκες. Η δομπεριδόνη έχει επίσης αντιεμετικές και γαστροκινητικές ιδιότητες λόγω της ανταγωνιστικής δράσης των υποδοχέων της ντοπαμίνης.
Σε νηστικούς σκύλους, η δομπεριδόνη απορροφάται γρήγορα μετά την από στόματος χορήγηση και επιτυγχάνονται μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα του αίματος (Cmax) 16.6 ng/mL 2 ώρες μετά από τη χορήγηση. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της δομπεριδόνης για λήψη από το στόμα είναι χαμηλή (24%) λόγω του εκτενούς μεταβολισμού της πρώτης διόδου στο εντερικό τοίχωμα και συκώτι. Η ταυτόχρονη λήψη τροφής δεν επηρεάζει τη βιοδιαθεσιμότητα της δομπεριδόνης.
Στις μελέτες που γίνονται σε σκύλους στις δόσεις από το στόμα μεταξύ 2.5 και 40 mg/kg η δομπεριδόνη δεν συσσωρεύει και δεν προκαλεί τον μεταβολισμό της ίδιας. Η δομπεριδόνη δεσμεύεται κατά 91-93% στις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Μελέτες σε αρουραίους με ραδιοσημασμένο φάρμακο δείχνουν ευρεία κατανομή ιστού ακόμα και αν δεν διαπερνά άμεσα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Μικρές ποσότητες φαρμάκου διαπερνούν τον πλακούντα στους αρουραίους.
Η δομπεριδόνη υποβάλλεται σε γρήγορο και εκτενή ηπατικό μεταβολισμό από τον υδροξυλίτη και τη Ν-αποαλκυλίωση. Η αρωματική υδροξυλίωση της δομπεριδόνης παράγει υδροξύδομπεριδόνη που είναι ο κύριος μεταβολίτης που απεκκρίνεται στα κόπρανα. Οι μεταβολίτες της Ν-αποαλκυλίωσης και οι συζεύξεις αυτών μπορούν να ανιχνευθούν στα ούρα.
Όλοι οι κύριοι μεταβολίτες, αποδείχτηκαν φαρμακολογικώς ανενεργοί.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της απέκκρισης (T½) του φαρμάκου είναι 3,2 ώρες. Ο όγκος κατανομής (Vd) είναι 3,3 L/kg, και η κάθαρση πλάσματος (Cl) 0.73 L/h/kg. Το ποσοστό της χορηγούμενης δόσης που απεκκρίνεται αμετάβλητο είναι χαμηλό (περίπου 15% αποβάλλεται με τα κόπρανα και 2% με τα ούρα). Σε δόση που χορηγείται από το στόμα το ποσό που εκκρίνεται στα κόπρανα ή τα ούρα αντιστοιχεί σε 60% και 28% αντίστοιχα. Πολύ μικρά ποσά ενδέχεται να ανιχνευτούν στο γάλα.