Βιβλιογραφική αναφορά: DEPOMEDROL Ενέσιμο εναιώρημα για άλογα, σκύλους και γάτες

Αντενδείξεις

Δεν πρέπει να χορηγείται ενδοφλεβίως. Πριν από την ένεση πρέπει να εφαρμόζεται η τεχνική αναρρόφησης, για την αποφυγή ενδοαγγειακής χορήγησης. Η ενδοθυλακική, ή ενδοτενόντιος χρήση ή η χορήγηση άλλων κορτικοστεροειδών για τοπική δράση αντενδείκνυται στις περιπτώσεις οξέων λοιμώξεων.

Να μην αναμιγνύεται με οποιαδήποτε άλλο φαρμακευτικό προϊόν για ταυτόχρονη χορήγηση στο ίδιο σημείο ένεσης.

Η συστηματική θεραπεία με κορτικοστεροειδή γενικά αντενδείκνυται σε περιστατικά με ενεργό φυματίωση, πεπτικό έλκος, νεφρική νόσο, σακχαρώδη διαβήτη και σύνδρομο του υπερφλοιοεπινεφριδισμού (Cushing).

Το προϊόν αντενδείκνυται για τη θεραπεία της ενδονυχίτιδας σε άλογα.

Ειδικές προειδοποιήσεις

Είναι σημαντικό η θεραπεία των ζώων εργασίας ή αγώνων να ακολουθείται από μια περίοδο ανάπαυσης για να επιτρέπεται η η θεραπεία της παθολογικής κατάστασης.

Το προϊόν αντενδείκνυται για τη θεραπεία της ενδονυχίτιδας σε άλογα. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η χρήση του προϊόντος σε άλογα για διαφορετικές καταστάσεις θα μπορούσε να προκαλέσει ενδονυχίτιδα και γι' αυτό θα πρέπει να γίνονται προσεκτικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου θεραπείας.

Λόγω της πιθανότητας τοπικών αισθητικών επιδράσεων, δεν συνιστάται η υποδόρια χρήση αυτού του προϊόντος στα ζώα.

Ειδικές προφυλάξεις κατά τη χρήση

Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση σε ζώα

Θα πρέπει να γίνεται αντισηψία. Για τη μέτρηση και τη χορήγηση όγκων μικρότερων του 1 ml θα πρέπει να χρησιμοποιείται σύριγγα τύπου ινσουλίνης. Συνιστάται το Depo-Medrol να μην αναμιγνύεται με οποιοδήποτε άλλο φαρμακευτικό προϊόν για ταυτόχρονη χορήγηση στο ίδιο σημείο ένεσης. Η επιδείνωση του πόνου, η περαιτέρω απώλεια της κίνησης των αρθρώσεων, με πυρετό και αδιαθεσία μετά από ενδοθυλακική ένεση μπορεί να υποδηλώνει ότι υπάρχει σηπτική φλεγμονή και ότι πρέπει να ξεκινήσει αμέσως η κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία. Τα ζώα που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή πρέπει να παρακολουθούνται για σημάδια λοίμωξης και, όπου είναι απαραίτητο, να ξεκινούν κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.

Όπως με όλα τα κορτικοστεροειδή, η θεραπεία στα ζώα εργασίας ή αγώνων πρέπει να ακολουθείται από μια περίοδο ανάπαυσης για να επιτραπεί η θεραπεία της παθολογικής κατάστασης.

Συνιστάται, όπου ενδείκνυται συνδυασμένη θεραπεία, να πραγματοποιείται ακτινολογική εξέταση πριν από τη θεραπεία για την αξιολόγηση της παρουσίας καταγμάτων. Εάν υπάρχουν κατάγματα, η θεραπεία με κορτικοστεροειδή θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή για να αποφευχθεί μόνιμη βλάβη.

Τα αντιφλεγμονώδη κορτικοστεροειδή, όπως η μεθυλπρεδνιζολόνη, είναι γνωστό ότι έχουν ένα ευρύ φάσμα παρενεργειών. Ενώ οι μεμονωμένες υψηλές δόσεις είναι γενικά καλά ανεκτές, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες σε μακροχρόνια χρήση και όταν χορηγούνται εστέρες με μεγάλη διάρκεια δράσης. Γι' αυτό το λόγο η δοσολογία σε μεσαίας έως μεγάλης διάρκειας χρήση θα πρέπει γενικά να διατηρείται στο ελάχιστο απαραίτητο για τον έλεγχο των κλινικών συμπτωμάτων. Η συνεχιζόμενη ή παρατεταμένη χρήση αυτού του προϊόντος γενικά δεν συνιστάται.

Τα ίδια τα κορτικοστεροειδή, κατά τη διάρκεια της θεραπείας, μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα υπερφλοιοεπινεφριδισμού που περιλαμβάνουν σημαντική αλλαγή στο μεταβολισμό των λιπιδίων, των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των μετάλλων, π.χ. μπορεί να προκληθούν ανακατανομή του σωματικού λίπους, μυϊκή αδυναμία και ατροφία, καθώς και οστεοπόρωση. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, οι αποτελεσματικές δόσεις καταστέλλουν τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων. Μετά τη διακοπή της θεραπείας, μπορεί να προκύψουν ενδείξεις ανεπάρκειας των επινεφριδίων που οδηγούν στην ατροφία του φλοιού των επινεφριδίων και μπορεί να καταστήσουν το ζώο ανίκανο να αντιμετωπίσει επαρκώς καταστάσεις καταπόνησης.

Ως εκ τούτου θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για ελαχιστοποίηση των προβλημάτων της ανεπάρκειας των επινεφριδίων μετά την διακοπή της θεραπείας, π.χ. σταδιακή μείωση της δοσολογίας.

Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να καθυστερήσουν την επούλωση των τραυμάτων και οι ανοσοκατασταλτικές τους δράσεις μπορεί να εξασθενίσουν την αντίσταση σε - ή να επιδεινώσουν - υπάρχουσες λοιμώξεις. Όταν τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται σε βακτηριακές λοίμωξειςς, συνήθως απαιτείται αντιβακτηριακή αγωγή. Σε περίπτωση ιογενών λοιμώξεων, τα κορτικοστεροειδή μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα ή να επιταχύνουν την εξέλιξη της νόσου.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, στο ζώο πρέπει να γίνεται τακτική κλινική εξέταση και στενή κτηνιατρική παρακολούθηση.

Ιδιαίτερες προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται από το άτομο που χορηγεί το φαρμακευτικό προϊόν σε ζώα

Φοράτε προστατευτικά γάντια όταν χρησιμοποιείτε αυτό το προϊόν.

Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για αποφυγή τυχαίας αυτοένεσης.

Η τυχαία διασπορά στο δέρμα, πρέπει να ξεπλυθεί αμέσως με σαπούνι και νερό.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Τα αντιφλεγμονώδη κορτικοστεροειδή, όπως η μεθυλπρεδνιζολόνη, είναι γνωστό ότι ασκούν ένα ευρύ φάσμα παρενεργειών. Ενώ οι μεμονωμένες υψηλές δόσεις είναι γενικά καλά ανεκτές, σε μακροχρόνια χρήση και όταν χορηγούνται εστέρες με μεγάλη διάρκεια δράσης, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες. Η δοσολογία για μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη χρήση πρέπει επομένως γενικά να διατηρείται στην ελάχιστη απαραίτητη για τον έλεγχο των κλινικών συμπτωμάτων. Η συνεχιζόμενη ή παρατεταμένη χρήση αυτού του προϊόντος γενικά δεν συνιστάται.

Τα ίδια τα κορτικοστεροειδή, κατά τη διάρκεια της θεραπείας, μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα υπερφλοιοεπινεφριδισμού που περιλαμβάνουν σημαντική αλλαγή στο μεταβολισμό των λιπιδίων, των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των μετάλλων, π.χ. μπορεί να προκληθούν ανακατανομή του σωματικού λίπους, μυϊκή αδυναμία και ατροφία, καθώς και οστεοπόρωση. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, οι αποτελεσματικές δόσεις καταστέλλουν τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων. Μετά τη διακοπή της θεραπείας, μπορεί να προκύψουν ενδείξεις ανεπάρκειας των επινεφριδίων που οδηγούν στην ατροφία του φλοιού των επινεφριδίων και μπορεί να καταστήσουν το ζώο ανίκανο να αντιμετωπίσει επαρκώς καταστάσεις καταπόνησης.

Ως εκ τούτου θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για ελαχιστοποίηση των προβλημάτων της ανεπάρκειας των επινεφριδίων μετά την διακοπή της θεραπείας, π.χ. σταδιακή μείωση της δοσολογίας.

Τα συστηματικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν πολυουρία, πολυδιψία και πολυφαγία, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια της θεραπείας. Σε μακροχρόνια χρήση μερικά κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και νερού και υποκαλιαιμία. Τα κορτικοστεροειδή που εφαρμόζονται τοπικά μπορεί να προκαλέσουν λέπτυνση του δέρματος και τα συστηματικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορούν να προκαλέσουν εναπόθεση ασβεστίου στο δέρμα (δερματική ασβέστωση).

Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να καθυστερήσουν την επούλωση των τραυμάτων και οι ανοσοκατασταλτικές τους δράσεις μπορεί να εξασθενίσουν την αντίσταση σε - ή να επιδεινώσουν - υπάρχουσες λοιμώξεις. Όταν τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται σε βακτηριακές λοιμώξεις, συνήθως απαιτείται αντιβακτηριακή αγωγή. Σε περίπτωση ιογενών λοιμώξεων, τα κορτικοστεροειδή μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα ή να επιταχύνουν την εξέλιξη της νόσου.

Έχει αναφερθεί γαστρεντερικό έλκος σε ζώα που έλαβαν κορτικοστεροειδή και το γαστρεντερικό έλκος μπορεί να επιδεινωθεί από κορτικοστεροειδή σε ζώα στα οποία χορηγήθηκαν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και σε ζώα που έλαβαν κορτικοστεροειδή με τραύμα νωτιαίου μυελού. Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν διόγκωση του ήπατος (ηπατομεγαλία) με αυξημένα ηπατικά ένζυμα στον ορό.

Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:

  • πολύ συχνή (περισσότερο από 1 στα 10 ζώα παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια της θεραπείας)
  • συχνή (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 100 υπό θεραπεία ζώα)
  • μη συνηθισμένη (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 1000 υπό θεραπεία ζώα)
  • σπάνια (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα)
  • πολύ σπάνια (λιγότερο από 1 στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα, συμπεριλαμβανομένων και των μεμονωμένων αναφορών)

Χρήση κατά την κύηση, τη γαλουχία ή την ωοτοκία

Δεν υπάρχουν δεδομένα.

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης

Συνιστάται να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα για ταυτόχρονη χορήγηση στο ίδιο σημείο.

Κύριες ασυμβατότητες

Δεν είναι γνωστή καμία.