Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αλλα β-λακταμικά αντιβακτηριακά (κεφαλεξίνη), συνδυασμός με άλλα αντιβακτηριακά.
Kωδικός ATCvet: QJ51RD01
Το προϊόν αυτό, είναι ένας συνδυασμός που αποτελείται από κεφαλεξίνη και καναμυκίνη σε αναλογία 1,5:1. Η κεφαλεξίνη, αποτελεί κεφαλοσπορίνη πρώτης γενεάς και ανήκει στην τάξη των βλακταμικών αντιβιοτικών. Ασκεί μια κυρίως χρονο-εξαρτώμενη αντιβακτηριακή δράση κατά των Gram-θετικών παθογόνων, αναστέλλοντας τη σύνθεση της πεπτιδογλυκάνης του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος.
Η καναμυκίνη, ανήκει στην ομάδα των αμινογλυκοσιδών και ασκεί βακτηριοκτόνο δράση κατά των Gram-αρνητικών παθογόνων και κατά του Staphylococcus aureus. Η καναμυκίνη ασκεί μια εξαρτώμενη από τη συγκέντρωση αντιβακτηριακή δράση, μέσω της αναστολής της σύνθεσης των πρωτεϊνών στα βακτηριακά κύτταρα και της μείωσης της πιστότητας μετάφρασης σε επίπεδο ριβοσωμάτων.
Ο συνδυασμός της κεφαλεξίνης και της καναμυκίνης, απέδειξε ένα βακτηριοκτόνο τρόπο δράσης κατά των Staphylococcus aureus, Streptococcus dysgalactiae, Streptococcus uberis και Escherichia coli. Η δράση του συνδυασμού της κεφαλεξίνης και της καναμυκίνης, είναι κυρίως χρονο-εξαρτώμενη.
Τα δεδομένα από την Ελάχιστη Συγκέντρωση Αναστολής (MIC), την ανάλυση checkerboard, την κινητική θανάτωσης και τη μετα-αντιβιοτική δράση, παρουσιάζουν ένα πλεονέκτημα του συνδυασμού με διεύρυνση του φάσματος δράσης και αποδεικνύουν συνεργική βακτηριοκτόνο δράση: η αποτελεσματικότητα της κεφαλεξίνης ενισχύεται από την καναμυκίνη και αντίστροφα.
Ακόμη, ο συνδυασμός παράγει μια μεγαλύτερη καταστολή της βακτηριακής ανάπτυξης (μετα-αντιβιοτική δράση) κατά των στοχευόμενων παθογόνων της μαστίτιδας, συγκριτικά με το κάθε συστατικό ξεχωριστά.
O Staphylococcus aureus έχει τη δυνατότητα να αποφεύγει τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος και να προκαλεί εν τω βάθει λοίμωξη στο μαστικό αδένα. Συνεπώς, όπως συμβαίνει και για άλλα ενδομαστικά προϊόντα, ο ρυθμός βακτηριολογικής κάθαρσης αναμένεται στην πράξη να είναι χαμηλός. Σε μελέτες in vitro, αποδείχτηκε ότι τα στελέχη του S. aureus (2002-2004 και 2009-2011), είναι ευαίσθητα στο συνδυασμό των δραστικών συστατικών.
Μελέτες in vitro, αποδεικνύουν ότι στελέχη του S. agalactiae (που συλλέχθηκαν το 2004) και των σταφυλόκοκκων που είναι αρνητικοί στην πηκτάση-(που συλλέχθηκαν το 2004 και 2009-2011) είναι ευαίσθητα στο συνδυασμό των δραστικών συστατικών.
Είναι γνωστοί τρεις μηχανισμοί ανθεκτικότητας στην κεφαλοσπορίνη: περιορισμένη διαπερατότητα του κυτταρικού τοιχώματος, ενζυμική αδρανοποίηση και απουσία των ειδικών υποδοχέων προσκόλλησης της πενικιλλίνης.
Η εξωγενής παραγωγή της β-λακταμάσης είναι ο κυριότερος μηχανισμός αδρανοποίησης των κεφαλοσπορινών για το Staphylococcus aureus και άλλα Gram-θετικά βακτήρια. Τα γονίδια για τις β-λακταμάσες, ανευρίσκονται τόσο στα χρωμοσώματα όσο και στα πλασμίδια και μπορούν να μετακινηθούν από τα τρανσποζόνια. Τα Gram-αρνητικά βακτήρια, εκφράζουν χαμηλά επίπεδα των ειδικών ανά είδος β-λακταμασών μέσα στον περιπλασμιδικό χώρο, το οποίο συμβάλλει στην ανθεκτικότητα κατά των ευαίσθητων στην υδρόλυση κεφαλοσπορινών.
Η ανθεκτικότητα κατά της καναμυκίνης, μπορεί να είναι είτε χρωμοσωμική, είτε προερχόμενη από τα πλασμίδια. Η κλινική ανθεκτικότητα στις αμινογλυκοσίδες, προκαλείται κυρίως από τα ειδικά πλασμιδικά ένζυμα, τα οποία ανευρίσκονται στον περιπλασμιδικό χώρο των βακτηρίων. Το ένζυμο, προσκολλάται στην αμινογλυκοσίδη και αποτρέπει την προσκόλλησή της στο ριβόσωμα και συνεπώς, η αμινογλυκοσίδη δεν μπορεί πλέον να αναστείλει τη σύνθεση των πρωτεϊνών.
Η εμφάνιση της συν-ανθεκτικότητας, που προκαλείται από ειδικά ενζυμικά συστήματα, τα οποία κωδικοποιούνται για την ανθεκτικότητα, είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένη ανά οικογένεια για τα β-λακταμικά αντιβιοτικά και τις αμινογλυκοσίδες. Υπάρχουν περιπτώσεις πολλαπλής ανθεκτικότητας και αυτό οφείλεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ένα γονίδιο ανθεκτικότητας μεταφέρεται είτε από τα τρανσποζόνια, είτε από τα ιντεγκρόνια στα πλασμίδια, τα οποία στη συνέχεια κωδικοποιούν για την ανθεκτικότητα κατά των βλακταμικών αντιβιοτικών και των αμινογλυκοσιδών.
Μετά από ενδομαστική έγχυση για δυο συνεχόμενες ημέρες σε μεσοδιάστημα 24 ωρών, η απορρόφηση και η κατανομή των δυο δραστικών συστατικών στην κυκλοφορία του αίματος, ήταν ταχεία αλλά σε μικρό βαθμό. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα της καναμυκίνης ανέρχονται στη Cmax των 0,504 και 1,024 μg/ml μετά από την πρώτη και τη δεύτερη δόση αντίστοιχα σε Tmax των έξι και τεσσάρων ωρών αντίστοιχα. Τα επίπεδα της κεφαλεξίνης στο πλάσμα ανέρχονται σε 0,85 και 0,89 μg/ml, δυο ώρες μετά τη χορήγηση.
Τα διαθέσιμα δεδομένα για το μεταβολισμό, καταδεικνύουν ότι και οι δυο μητρικές ουσίες, η κεφαλεξίνη και η καναμυκίνη, είναι τα κυριότερα συστατικά με αντιμικροβιακή δράση.
Μετά από ενδομαστική χορήγηση του προϊόντος, η κεφαλεξίνη και η καναμυκίνη, απεκκρίνονται κυρίως από το γάλα κατά την άμελξη. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις της καναμυκίνης Α στο γάλα, ανιχνεύθηκαν 12 ώρες μετά την πρώτη δόση, με συγκεντρώσεις που κυμαίνονται μεταξύ 6360 και 34500 μg/kg. Οι συγκεντρώσεις της καναμυκίνης Α, ανήλθαν ξανά στο μέγιστο μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης, με ανιχνευθέντα κατάλοιπα μεταξύ των 3790 και 22800 μg/kg. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις της κεφαλεξίνης στο γάλα, ανιχνεύθηκαν σε 36 ώρες, με συγκεντρώσεις που κυμαίνονται μεταξύ 510 μg/kg και 4601 μg/kg.