Βιβλιογραφική αναφορά: AIVLOSIN Κοκκία για χορήγηση με πόσιμο νερό για ορνίθια και γαλοπούλες (2024)

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: αντιβακτηριακά για συστηματική χρήση, μακρολίδες
Κωδικός ATC vet: QJ01FA92

Η τυλβαλοσίνη είναι ένα µακρολιδικό αντιβιοτικό. Τα µακρολιδικά αντιβιοτικά είναι οι µεταβολίτες ή τα ηµισυνθετικά παράγωγα των µεταβολιτών οργανισµών του εδάφους που προέρχονται από ζύµωση. Οι μακρολίδες παρεμβαίνουν στην πρωτεϊνική σύνθεση μέσω αναστρέψιμης σύνδεσης με την 50S ριβοσωματική υπομονάδα. Οι µακρολίδες γενικώς θεωρούνται βακτηριοστατικά.

Η τυλβαλοσίνη έχει δράση εναντίον παθογόνων οργανισμών που έχουν απομονωθεί από μια σειρά ειδών ζώων, κυρίως οργανισμών θετικών κατά Gram και µυκοπλάσµατος, αλλά και ορισμένων αρνητικών κατά Gram οργανισμών. Έχει αποδειχθεί ότι οι μακρολίδες (μεταξύ των οποίων και η τυλβαλοσίνη) έχουν δράση στο ενδογενές ανοσοποιητικό σύστημα, επαυξάνοντας την άμεση δράση των αντιβιοτικών στα παθογόνα βοηθώντας την κλινική κατάσταση.

Όρνιθες

Η τυλβαλοσίνη δρα κατά των παρακάτω ειδών μυκοπλάσματος που ανευρίσκονται σε όρνιθες: Mycoplasma gallisepticum. H ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) τυλβαλοσίνης για τα M. gallisepticum κυμαίνεται μεταξύ 0,007 έως 0,25 μg/ml.

Γαλοπούλες

Η τυλβαλοσίνη δρα κατά του Ornithobacterium rhinotracheale, ενός αρνητικού κατά Gram μικροοργανισμού που ανευρίσκεται σε γαλοπούλες και ορνίθια. H MIC της τυλβαλοσίνης για το Ornithobacterium rhinotracheale κυμαίνεται από 0,016 έως 32 μg/ml.

Η αποτελεσματικότητα της τυλβαλοσίνης έναντι του O. rhinotracheale σε γαλοπούλες καταδείχθηκε σε ένα μοντέλο πρόκλησης, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε συλλοίμωξη από μεταπνευμονοϊό των πτηνών και από ένα μεμονωμένο στέλεχος O. rhinotracheale, υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες. Αυτές οι μελέτες κατέδειξαν μια μέτρια, αλλά στατιστικά σημαντική, μείωση στην επίπτωση των αλλοιώσεων του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος (πνεύμονας και αεροφόροι σάκοι) και των κλινικών σημείων σε γαλοπούλες που έλαβαν αγωγή με τυλβαλοσίνη σε σύγκριση με αρνητικούς μάρτυρες. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αποτελεσματικότητας σε συνθήκες αγροκτήματος.

Τα βακτήρια μπορεί να αναπτύξουν αντοχή στις αντιμικροβιακές ουσίες. Υπάρχουν πολλαπλοί μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της αντοχής στις μακρολιδικές ενώσεις. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η διασταυρούμενη αντοχή εντός της ομάδας μακρολιδικών αντιβιοτικών. Σε στελέχη ανθεκτικά στην τυλοσίνη παρατηρήθηκε γενικά μειωμένη ευαισθησία για την τυλβαλοσίνη.

Φαρμακοκινητική

Η τρυγική τυλβαλοσίνη απορροφάται ταχέως μετά την από στόματος χορήγηση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Η τυλβαλοσίνη διανέμεται ευρέως στους ιστούς, με υψηλότερες συγκεντρώσεις στους αναπνευστικούς ιστούς, τη χολή, τον εντερικό βλεννογόνο, το σπλήνα, τους νεφρούς και το ήπαρ.

Η τυλβαλοσίνη φαίνεται ότι συγκεντρώνεται σε φαγοκυτταρικά κύτταρα και σε επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου. Επιτεύχθηκαν συγκεντρώσεις (μέχρι και 12 φορές) μέσα στα κύτταρα (ενδοκυτταρικές), σε σύγκριση με την εξωκυτταρική συγκέντρωση. In vivo µελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι η τυλβαλοσίνη εμφανίζεται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στο βλεννογόνο του αναπνευστικού και του εντέρου σε σύγκριση με το πλάσμα του αίματος.

Ο κύριος μεταβολίτης της τυλβαλοσίνης είναι 3-ακετυλτυλοσίνη (3AT), ο οποίος είναι επίσης μικροβιολογικώς ενεργός.

Οι χρόνοι ημίσειας ζωής της τυλβαλοσίνης και του ενεργού μεταβολίτη της 3-ΑΤ κυμαίνονται μεταξύ 1 έως 1,45 ωρών. Έξι ώρες μετά την αγωγή, η συγκέντρωση της τυλβαλοσίνης στον βλεννογόνο του γαστρεντερικού σωλήνα έχει μέση συγκέντρωση 133 ng/g και στο γαστρεντερικό περιεχόμενο 1040 ng/g. Ο ενεργός μεταβολίτης 3-ΑΤ έχει μέση συγκέντρωση 57,9 ng/g και 441 ng/g αντιστοίχως.