Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: πεπτικό σύστημα και μεταβολισμός, συμπληρώματα μετάλλων, ασβέστιο, συνδυασμοί με βιταμίνη D ή/και άλλα φάρμακα
Κωδικός ATCvet: QA12AX
Το ασβέστιο είναι ένα από τα πιο σημαντικά κατιόντα στον οργανισμό. Μόνο το ελεύθερο ιονισμένο ασβέστιο στο αίμα είναι βιολογικώς ενεργό και ρυθμίζει τον μεταβολισμό του ασβεστίου. Το ελεύθερο ασβέστιο συμμετέχει σε πολλές λειτουργίες στο σώμα, π.χ. στην απελευθέρωση ορμονών και νευροδιαβιβαστών, στον καταρράκτη του δευτερογενούς μηχανισμού στην πήξη του αίματος και στο σχηματισμό δυναμικών δράσης σε ευαίσθητες μεμβράνες, καθώς και στη μυϊκή σύσπαση. Η φυσιολογική συγκέντρωση ασβεστίου στα ζώα κυμαίνεται από 2,3 έως 3,4 mmol/l. Σε περιόδους αυξημένων αναγκών σε ασβέστιο, π.χ. μετά τον τοκετό, μπορεί να προκληθεί υπασβεστιαιμία. Τα συμπτώματα της οξείας υπασβεστιαιμίας χαρακτηρίζονται από τετανία ή πάρεση.
Το μαγνήσιο είναι ένα άλλο σημαντικό κατιόν του οργανισμού. Συμβάλλει ως συμπαράγοντας σε πλήθος ενζυμικών συστημάτων και διεργασιών μεταφοράς και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πόλωση και στην αγωγιμότητα των νεύρων και των μυϊκών κυττάρων. Στη νευροκινητική διέγερση στην τελική κινητική πλάκα, το μαγνήσιο μειώνει την απελευθέρωση της ακετυλοχολίνης. Τα ιόντα μαγνησίου μπορεί να επηρεάσουν την απελευθέρωση των διαβιβαστών στις συνάψεις του ΚΝΣ και των βλαστικών γαγγλίων. Στην καρδιά, το μαγνήσιο οδηγεί σε καθυστέρηση της αγωγιμότητας. Το μαγνήσιο διεγείρει την έκκριση παραθορμόνης και επομένως δρα ρυθμίζοντας τα επίπεδα ασβεστίου στον ορό. Τα φυσιολογικά επίπεδα μαγνησίου στον ορό διαφέρουν στα είδη των ζώων και κυμαίνονται μεταξύ 0,75 και 1,1 mmol/l. Σε συγκεντρώσεις μαγνησίου στον ορό κάτω από 0,5 mmol/l εμφανίζονται συμπτώματα οξείας υπομαγνησιαιμίας. Ιδίως στα μηρυκαστικά, εμφανίζονται διαταραχές του μεταβολισμού του μαγνησίου, καθώς σε αυτό το είδος ζώων η απορρόφηση είναι χαμηλότερη απ' ό,τι στα μονογαστρικά ζώα, ιδιαίτερα μετά την πρόσληψη νεαρών, πλούσιων σε πρωτεΐνες αγρωστωδών. Ως συνέπεια της υπομαγνησιαιμίας, μπορούν να παρατηρηθούν αύξηση της νευρομυϊκής διέγερσης με τη μορφή υπεραισθησίας, αταξίας, μυϊκού τόνου, τετανίας, κατάκλισης, αυξανόμενης απώλειας συνείδησης και αρρυθμίας έως και καρδιακής ανακοπή.
Το προϊόν περιέχει ασβέστιο σε οργανική ένωση ως γλυκονικό ασβέστιο και μαγνήσιο υπό μορφή χλωριούχου μαγνησίου, ως δραστικά συστατικά. Με την προσθήκη βορικού οξέος, σχηματίζεται βορογλυκονικό ασβέστιο, το οποίο αυξάνει τη διαλυτότητα και την ανεκτικότητα από τους ιστούς. Η κύρια ένδειξη χρήσης του, είναι καταστάσεις υπασβεστιαιμίας. Η προσθήκη μαγνησίου, ανταγωνίζεται τις πιθανές καρδιακές επιδράσεις του ασβεστίου, ειδικά μετά από υπερδοσολογία ή γρήγορη ενδοφλέβια έγχυση, και βοηθά στην αποκατάσταση της υπομαγνησιαιμίας, η οποία συχνά επισυμβαίνει σε συνδυασμό με υπασβεστιαιμία.
Περισσότερο από το 90% του ολικού ασβεστίου στον οργανισμό ανευρίσκεται στα οστά. Μόνο το 1% περίπου είναι ελεύθερο για ανταλλαγή, με το ασβέστιο στον ορό και στο εξωκυττάριο υγρό. Στον ορό, 35-40% του ασβεστίου δεσμεύεται στις πρωτεΐνες, 5-10% δημιουργεί συμπλέγματα με ανιόντα και 40-60% απαντάται σε ιονισμένη μορφή. Το επίπεδο στο αίμα διατηρείται εντός στενών ορίων μέσω ορμονικής ρύθμισης που περιλαμβάνει τη συμμετοχή της παραθορμόνης, της καλσιτονίνης και της διυδροξυχολοκαλσιφερόλης. Το ασβέστιο απομακρύνεται κυρίως με τα κόπρανα, με μικρές ποσότητες να απεκκρίνονται στα ούρα.
Σε ενήλικα ζώα, περίπου 50% του μαγνησίου ανευρίσκεται στα οστά, 45% στον ενδοκυττάριο χώρο και 1% στον εξωκυττάριο χώρο, εκ των οποίων το 30% δεσμεύεται στις πρωτεΐνες. Η ποσότητα μαγνησίου που προέρχεται από τη διατροφή, κυμαίνεται μεταξύ 15 και 26% στα ενήλικα βοοειδή. Περίπου 80% απορροφάται από τη μεγάλη κοιλία. Κατά τη βόσκηση σε λιβάδια με νεαρά, πλούσια σε πρωτεΐνες αγρωστώδη, η απορρόφηση μπορεί να μειωθεί στο 8%.
Το μαγνήσιο απεκκρίνεται από τους νεφρούς σε ρυθμό ανάλογο με τη συγκέντρωση στον ορό και τη σπειραματική διήθηση.