Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιβακτηριακά για συστημική χρήση, στρεπτομυκίνη
Κωδικός ATCvet: QJ01GA01
Ο μηχανισμός δράσης της στρεπτομυκίνης αφορά και την διυδροστρεπτομυκίνη και τα άλατά τους. Αρκεί μια βραχύχρονη επαφή της στρεπτομυκίνης με τους μικροοργανισμούς για να εκδηλωθεί η καταστροφική μικροβιοκτόνος δράση της. Η κυριότερη δράση της στρεπτομυκίνης είναι η απ' ευθείας δράση της στα βακτηριακά ριβοσώματα. Η στρεπτομυκίνη επεμβαίνει στην βακτηριακή πρωτεϊνοσύνθεση, ενώ συγχρόνως επηρεάζεται δυσμενώς και η πιστότητα της μετάφρασης των γενετικών κωδικονίων του m-RNA. Γενικά όλες οι αμινογλυκοσίδες, συμπεριλαμβανομένης και της στρεπτομυκίνης, ενεργούν σε πρωτεΐνες της 30S και της 50S ριβοσωματικής υπομονάδας του βακτηριακού κυττάρου. Αυτή η επέμβαση προκαλεί την ενσωμάτωση λανθασμένων αμινοξέων στην πεπτιδική αλυσίδα με αποτέλεσμα την πρωτεϊνοσύνθεση ακατάλληλων πρωτεϊνών.
Μετά από την ενδομυϊκή ένεση η στρεπτομυκίνη και η διυδροστρεπτομυκίνη απορροφώνται αρκετά καλά και η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα επέρχεται μέσα σε 1 ώρα. Η στρεπτομυκίνη κατανέμεται γρήγορα και ανευρίσκεται σε θεραπευτικά επίπεδα σε όλα σχεδόν τα οργανικά υγρά και τις κοιλότητες του σώματος χωρίς να εισέρχεται στα κύτταρα. Η διυδροστρεπτομυκίνη ανευρίσκεται σε σημαντικές συγκεντρώσεις στον σκελετικό ιστό. Γενικά, τα επίπεδα της διυδροστρεπτομυκίνης είναι παραπλήσια με εκείνα της στρεπτομυκίνης. Η απέκκριση γίνεται κυρίως με το ούρο ενώ ένα ποσοστό 2-5% αποβάλλεται με τα κόπρανα.