Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Συνδυασμοί σεληνίου
Κωδικός ATCvet: QA12CE99
Το σελήνιο και η βιταμίνη Ε (ρακεμικό μείγμα όλων των στερεοϊσομερών της οξικής-α-τοκοφερόλης) δρουν συμπληρωματικά προστατεύοντας τα κύτταρα από τη συσσώρευση υπεροξειδίων, τα οποία είναι η αιτία του εκφυλισμού και της καταστροφής των κυττάρων.
Η βιταμίνη Ε είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με αντιοξειδωτική δράση. Αποτρέπει την οξείδωση των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων των μεμβρανών, αποτρέποντας έτσι τον σχηματισμό ελεύθερων ριζών και υπεροξειδίων.
Το σελήνιο είναι ένα ιχνοστοιχείο που αποτελεί μέρος της υπεροξειδάσης της γλουταθιόνης (GPx), η οποία είναι υπεύθυνη για την αναγωγή των υπεροξειδίων.
Η βιταμίνη Ε, όταν χορηγείται ενδομυϊκώς, τείνει να αποτίθεται στο σημείο ένεσης και να απελευθερώνεται αργά. Αυτή η συμπεριφορά επιτρέπει την ανίχνευση συγκεντρώσεων στο αίμα και στους ιστούς έως και 20 ημέρες μετά τη χορήγηση, καθώς και τιμές Tmax (χρόνος κατά τον οποίο παρατηρούνται μέγιστες συγκεντρώσεις) που είναι πολύ μεταβλητές, μεταξύ 7 ωρών και 48 ωρών, στα πρόβατα. Μετά την απορρόφησή της, η βιταμίνη Ε εισέρχεται στο κυκλοφορικό σύστημα, ενώνεται με τις λιποπρωτεΐνες και στη συνέχεια διαχέεται σε όλους τους ιστούς, αποθηκεύεται στους ιστούς και αναδιανέμεται αργά από αυτούς, συμπεριφορά που συμβάλλει στον υψηλό χρόνο παραμονής στο σώμα, υπολογιζόμενος σε περίπου 47 ώρες στα πρόβατα. Κατά τη διέλευση από το ήπαρ, η βιταμίνη Ε υποβάλλεται σε οξειδωτικό μεταβολισμό και τα προκύπτοντα συζεύγματα απεκκρίνονται κυρίως στη χολή και, σε μικρότερο βαθμό, στα ούρα και στο γάλα. Η βιοδιαθεσιμότητα της βιταμίνης Ε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σκεύασμα που χορηγείται και κυμαίνεται, ανάλογα με το είδος του ζώου, μεταξύ 40% σε χοίρους και 51% σε πρόβατα.
Το σελήνιο, μετά από ενδομυϊκή ή υποδόρια χορήγηση, απορροφάται γρήγορα, με τα μέγιστα τα επίπεδα στο αίμα να ανιχνεύονται μεταξύ 1 ώρας και 5 ωρών μετά την ένεση, σε πρόβατα και μόσχους. Η μείωση των συγκεντρώσεων πραγματοποιείται σε δύο φάσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι η ταχύτερη και κατά τη διάρκεια της οποίας το 50% περίπου της χορηγούμενης δόσης αποβάλλεται, ενώ η ταχύτητα της δεύτερης φάσης είναι μικρότερη σε ζώα που σιτίζονται με διατροφή ανεπαρκή σε σελήνιο. Η συμπεριφορά αυτή επιτρέπει τη διατήρηση υψηλών επιπέδων σεληνίου έως 20 – 28 ημέρες μετά τη χορήγηση, σε πρόβατα και αμνούς. Μόλις εισέλθει στο αίμα, το σελήνιο ανάγεται στην υδρογονωμένη μορφή του, η οποία δεσμεύεται στις πρωτεΐνες του πλάσματος. Μπορεί να διαπεράσει τον πλακουντιανό φραγμό και αποβάλλεται κυρίως από τα ούρα και τα κόπρανα και, σε μικρό ποσοστό, απεκκρίνεται μέσω του γάλακτος.