Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: φάρμακα κατά των εντερικών λοιμώξεων, αντιβιοτικά
Κωδικός ATCvet: QA07AA01
Η νεομυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό από την οικογένεια των αμινογλυκοσιδών. Οι αμινογλυκοσίδες έχουν ένα ευρύ αντιμικροβιακό φάσμα με καλή δραστικότητα κατά των Gram αρνητικών ειδών, ιδιαίτερα του E. coli και μικρότερη δραστικότητα κατά των Gram θετικών ειδών. Η τάξη αυτή των αντιμικροβιακών ουσιών δεν έχει δράση κατά των αναερόβιων βακτηριδίων.
Η νεομυκίνη δεσμεύεται με την υποομάδα 30S του βακτηριδιακού ριβοσώματος διαταράσσοντας την ανάγνωση του κώδικα που απαρτίζει το αγγελιοφόρο RNA και τελικώς τη σύνθεση της βακτηριδιακής πρωτεΐνης. Σε υψηλές συγκεντρώσεις έχει αποδειχθεί ότι οι αμινογλυκοσίδες καταστρέφουν το κυτταρικό τοίχωμα, αποδίδοντας βακτηριδιοκτόνες και βακτηριοστατικές ιδιότητες.
Οι μηχανισμοί αντίστασης είναι πολύπλοκοι και διαφέρουν μεταξύ μορίων αμινογλυκοσιδών. Έχουν ταυτοποιηθεί τέσσερις μηχανισμοί αντίστασης: αλλαγές του ριβοσώματος, μείωση της διαπερατότητας, απενεργοποίηση μέσω ενζύμων και αντικατάσταση του μοριακού στόχου. Ο κοινός μηχανισμός αντίστασης είναι η παραγωγή τροποποιητικών ενζύμων αμινογλυκοσιδών. Οι μηχανισμοί αντίστασης αυτοί μπορούν να εντοπιστούν σε κινητά γονιδιακά στοιχεία αυξάνοντας τη πιθανότητα εξάπλωσης της αμινογλυκοσιδικής ανθεκτικότητας καθώς και της συν- και διασταυρούμενης ανθεκτικότητας. Το επίπεδο ανθεκτικότητας του παθογόνου E. coli στη νεομυκίνη σε βοοειδή στην Ευρώπη κυμαίνεται μεταξύ 20 και 50%.
Η νεομυκίνη έχει κακή απορρόφηση στη γαστρεντερική οδό. Η απορρόφησή της στη γαστρεντερική οδό μπορεί να είναι σημαντική στα νεογνά. Το 90% της νεομυκίνης απεκκρίνεται στα κόπρανα μετά από την από του στόματος χορήγηση.
Το δραστικό συστατικό θειικής νεομυκίνης έχει υψηλή υπολειμματική δράση στο περιβάλλον.