Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση γνωστής ευαισθησίας στην κακοήθη υπερθερμία (κακοήθη πυρεξία).
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις γνωστής υπερευαισθησίας στο ισοφλουράνιο ή σε άλλους αλογονωμένους παράγοντες/αλογονωμένα εισπνεόμενα αναισθητικά.
Η ευκολία και η ταχύτητα της μεταβολής του βάθους της αναισθησίας με ισοφλουράνιο και ο χαμηλός μεταβολισμός του, μπορεί να θεωρηθούν πλεονεκτήματα για τη χρήση του σε ειδικές ομάδες ασθενών όπως στα μεγάλης ηλικίας ή νεαρά ζώα και εκείνα με διαταραχή της ηπατικής, νεφρικής ή καρδιακής λειτουργίας.
Το ισοφλουράνιο έχει ελάχιστες ή καθόλου αναλγητικές ιδιότητες. Η κατάλληλη αναλγησία πρέπει πάντα να χορηγείται πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Οι αναλγητικές απαιτήσεις του ασθενούς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πριν από τη διακοπή της γενικής αναισθησίας.
Το ισοφλουράνιο προκαλεί καταστολή των καρδιαγγειακών και αναπνευστικών συστημάτων. Είναι σημαντικό να παρακολουθείται η ποιότητα και ο ρυθμός του παλμού σε όλους τους ασθενείς. Η χρήση του προϊόντος σε ασθενείς με καρδιακή νόσο θα πρέπει να γίνεται μόνο μετά την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο. Σε περίπτωση καρδιακής ανακοπής, θα πρέπει να εκτελείται πλήρης καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Είναι σημαντικό να παρακολουθείται ο αναπνευστικός ρυθμός και η ποιότητά του.
Είναι επίσης σημαντικό, να διατηρείται ανοιχτή αεροφόρος οδός και να οξυγονώνονται κατάλληλα οι ιστοί κατά τη διάρκεια της διατήρησης της αναισθησίας. Η αναπνευστική ανακοπή πρέπει να αντιμετωπίζεται με υποβοηθούμενο αερισμό.
Ο μεταβολισμός του ισοφλουρανίου στα πτηνά και ως ένα βαθμό στα μικρά θηλαστικά μπορεί να επηρεαστεί πιο έντονα από τις μειώσεις της θερμοκρασίας του σώματος, που μπορεί να εμφανιστούν δευτερογενώς λόγω αυξημένης αναλογίας επιφάνειας προς το βάρος σώματος. Επομένως, η θερμοκρασία του σώματος θα πρέπει να παρακολουθείται και να διατηρείται σταθερή κατά τη διάρκεια της χορήγησης.
Ο μεταβολισμός του φαρμάκου στα ερπετά είναι αργός και εξαρτάται κατά πολύ από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Στα ερπετά μπορεί να είναι δύσκολο να προκληθεί αναισθησία με εισπνευστικούς παράγοντες, λόγω της κατακράτησης της αναπνοής.
Όταν χρησιμοποιείται ισοφλουράνιο για την αναισθησία ενός ζώου με εγκεφαλική κάκωση, πρέπει να εξετάζεται εάν ο τεχνητός αερισμός είναι κατάλληλος, για να αποφευχθεί η αυξημένη εγκεφαλική ροή αίματος, διατηρώντας το CO2 σε κανονικά επίπεδα.
Μην αναπνέετε τον ατμό. Οι χρήστες θα πρέπει να συμβουλεύονται την Εθνική τους Αρχή για συμβουλές πάνω σε Πρότυπα Επαγγελματικής Έκθεσης για το ισοφλουράνιο. Τα χειρουργεία και οι περιοχές ανάνηψης πρέπει να είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα συστήματα αερισμού ή απομάκρυνσης για την αποφυγή συσσώρευσης ατμών του αναισθητικού. Όλα τα συστήματα απομάκρυνσης/εξαγωγής πρέπει να συντηρούνται επαρκώς.
Η έκθεση σε αναισθητικά μπορεί να βλάψει το αγέννητο παιδί. Οι έγκυες και οι θηλάζουσες γυναίκες δεν πρέπει να έρχονται σε επαφή με το προϊόν και πρέπει να αποφεύγουν τις αίθουσες των χειρουργείων και της ανάνηψης των ζώων. Αποφύγετε τη χρήση διαδικασιών που απαιτούν μάσκα για παρατεταμένη εγκατάσταση και διατήρηση της γενικής αναισθησίας.
Χρησιμοποιείστε τραχειοσωλήνα με αεροθάλαμο για διασωλήνωση της τραχείας, όταν αυτό είναι δυνατό, για τη χορήγηση του ισοφλουρανίου κατά τη διάρκεια διατήρησης της γενικής αναισθησίας. Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα όταν χορηγείται το ισοφλουράνιο, ώστε οποιαδήποτε ποσότητα διαρροής να απομακρύνεται αμέσως χρησιμοποιώντας ένα αδρανές και απορροφητικό υλικό π.χ. πριονίδια. Πλύνετε τυχόν σταγόνες από το δέρμα και τα μάτια και αποφύγετε την επαφή με το στόμα. Εάν παρουσιαστεί σοβαρή ακούσια έκθεση, απομακρύνετε τον χειριστή από την πηγή έκθεσης, ζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια δείξτε αυτήν την ετικέτα.
Οι αλογονωμένοι αναισθητικοί παράγοντες μπορεί να προκαλέσουν ηπατική βλάβη. Στην περίπτωση του ισοφλουρανίου, αυτή είναι μια ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση που παρατηρείται πολύ σπάνια μετά από επανειλημμένη έκθεση.
Συμβουλές προς τους Κτηνιάτρους: Εξασφαλίστε ανοιχτή αεροφόρο οδό στον ασθενή και δώστε συμπτωματική και υποστηρικτική θεραπεία. Σημειώστε ότι η αδρεναλίνη και οι κατεχολαμίνες μπορεί να προκαλέσουν καρδιακές δυσρυθμίες.
Για την προστασία του περιβάλλοντος, θεωρείται καλή πρακτική η χρήση φίλτρων ενεργού άνθρακα με εξοπλισμό απομάκρυνσης
Το ισοφλουράνιο προκαλεί υπόταση και αναπνευστική καταστολή με έναν δοσοεξαρτώμενο τρόπο.
Καρδιακές αρρυθμίες και παροδική βραδυκαρδία έχουν αναφερθεί μόνο σπάνια.
Κακοήθης υπερθερμία έχει αναφερθεί πολύ σπάνια σε ευπαθή ζώα.
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί καρδιακή ή/και αναπνευστική ανακοπή
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Να χρησιμοποιείται το προϊόν μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο. Το ισοφλουράνιο έχει χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για την αναισθησία κατά τη διάρκεια καισαρικής τομής στο σκύλο και τη γάτα.
Να χρησιμοποιείται το προϊόν μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Η δράση των μυοχαλαρωτικών στον άνθρωπο, ειδικά των τύπου μη-αποπολωτικών (ανταγωνιστικών) όπως το ατρακούριο, το πανκουρόνιο ή το βεκουρόνιο, ενισχύεται από το ισοφλουράνιο. Παρόμοια ενίσχυση μπορεί να αναμένεται να συμβεί στα ζώα στόχος, αν και υπάρχει μικρή άμεση απόδειξη για το αποτέλεσμα αυτό. Η ταυτόχρονη εισπνοή του υποξείδιου του αζώτου ενισχύει την επίδραση του ισοφλουρανίου στον άνθρωπο και παρόμοια ενίσχυση μπορεί να είναι αναμενόμενη στα ζώα.
Η ταυτόχρονη χρήση ηρεμιστικών ή αναλγητικών φαρμάκων είναι πιθανό να μειώσει το επίπεδο του ισοφλουρανίου που απαιτείται για την εγκατάσταση και διατήρηση της αναισθησίας.
Μερικά παραδείγματα αναφέρονται στην ενότητα 4.9.
Το ισοφλουράνιο έχει ασθενέστερη ευαισθητοποιητική δράση στο μυοκάρδιο, στις επιδράσεις των κυκλοφορούντων δυσρυθμογόνων κατεχολαμινών, από το αλοθάνιο.
Το ισοφλουράνιο μπορεί να αποδομηθεί σε μονοξείδιο του άνθρακα από ξηρά απορροφητικά μέσα διοξειδίου του άνθρακα.
Το ισοφλουράνιο έχει αναφερθεί ότι αλληλεπιδρά με ξηρά απορροφητικά μέσα διοξειδίου του άνθρακα για να σχηματίσει μονοξείδιο του άνθρακα. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος σχηματισμού μονοξειδίου του άνθρακα στα κυκλώματα της αναπνευστικής συσκευής (επανεισπνοής) και η πιθανότητα αυξημένων επιπέδων καρβοξυαιμοσφαιρίνης, τα απορροφητικά μέσα διοξειδίου του άνθρακα δεν πρέπει να ξηραίνονται.