Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που πάσχουν από ιογενείς ή μυκητιακές λοιμώξεις που δεν ελέγχονται με μια κατάλληλη θεραπεία.Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ή υπερφλοιοεπινεφριδισμό. Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα με οστεοπόρωση.
Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που πάσχουν από καρδιακή ή νεφρική δυσλειτουργία.
Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που πάσχουν από έλκη του κερατοειδούς.
Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα με γαστρεντερική εξέλκωση.
Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα με εγκαύματα.
Να μη χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με ζωντανό ελαττωμένης λοιμογόνου δύναμης εμβόλιο.
Να μη χρησιμοποιείται στην περίπτωση γλαυκώματος.
Να μη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης (βλ. παράγραφο 4.7).
Να μη χρησιμοποιείται σε γνωστές περιπτώσεις υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό, στα κορτικοστεροειδή ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Βλ. επίσης παράγραφο 4.8.
Η χορήγηση κορτικοστεροειδών προορίζεται για να προκαλέσει μια βελτίωση στα κλινικά συμπτώματα παρά για την ίαση. Η θεραπεία, θα πρέπει να συνδυάζεται με τη θεραπεία του υποκείμενου νοσήματος και/ή τον έλεγχο του περιβάλλοντος.
Σε περιπτώσεις όπου είναι παρούσα βακτηριακή λοίμωξη, το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιβακτηριακή θεραπεία.
Λόγω των φαρμακολογικών ιδιοτήτων της πρεδνιζολόνης, θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα όταν το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν χρησιμοποιείται σε ζώα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.
Κορτικοειδή όπως η πρεδνιζολόνη επιδεινώνουν τον πρωτεϊνικό καταβολισμό. Ως εκ τούτου, το προϊόν πρέπει να χορηγείται προσεκτικά σε ηλικιωμένα ή υποσιτισμένα ζώα.
Φαρμακολογικώς δραστικές δόσεις μπορεί να οδηγήσουν σε ατροφία του φλοιού των επινεφριδίων, με αποτέλεσμα την επινεφριδική ανεπάρκεια. Αυτό μπορεί να γίνει εμφανές, ιδιαίτερα μετά την απόσυρση της θεραπείας με κορτικοστεροειδή. Η επινεφριδική ανεπάρκεια, μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με την καθιέρωση θεραπείας σε εναλλασσόμενες ημέρες εφόσον είναι εφικτό. Η δοσολογία θα πρέπει να μειώνεται και να αποσύρεται σταδιακά, προκειμένου να αποφευχθεί η εμφάνιση της επινεφριδικής ανεπάρκειας (βλ. παράγραφο 4.9).
Τα κορτικοςστεροειδή όπως η πρεδνιζολόνη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενή ζώα με υπέρταση, επιληψία, προηγούμενη στεροειδική μυοπάθεια, σε ανοσοκαταεσταλμένα ζώα και σε νεαρά ζώα, καθώς τα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν μια καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Τα δισκία είναι αρωματισμένα. Για να αποφύγετε κατά λάθος κατάποση, φυλάσσετε τα δισκία μακριά από τα ζώα.
Η πρεδνιζολόνη ή άλλα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν υπερευαισθησία (αλλεργικές αντιδράσεις).
Τα αντιφλεγμονώδη κορτικοστεροειδή, όπως η πρεδνιζολόνη, είναι γνωστό ότι ασκούν ένα μεγάλο εύρος ανεπιθύμητων ενεργειών. Παρόλο που οι εφάπαξ υψηλές δόσεις είναι γενικά καλά ανεκτές, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες σε μακροχρόνια χρήση. Η δοσολογία σε μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη χρήση, θα πρέπει επομένως να διατηρείται γενικά στην ελάχιστη απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων.
Η σημαντική, σχετιζόμενη με τη δόση, καταστολή της κορτιζόλης που παρατηρείται κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι αποτέλεσμα της καταστολής του άξονα υποθαλάμου υπόφυσης επινεφριδίων από τις αποτελεσματικές δόσεις. Μετά τη διακοπή της θεραπείας, μπορεί να εμφανιστούν σημεία επινεφριδιακής ανεπάρκειας που εκτείνονται μέχρι τη φλοιοεπινεφριδακή ατροφία και αυτό μπορεί να καταστήσει το ζώο ανίκανο να αντιμετωπίσει επαρκώς καταστάσεις καταπόνησης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξετάζονται μέσα ελαχιστοποίησης των προβλημάτων της επινεφριδιακής ανεπάρκειας μετά την απόσυρση της θεραπείας.
Η παρατηρούμενη σημαντική αύξηση των τριγλυκεριδίων μπορεί να είναι μέρος μίας δυνητικής ιατρογενούς υπερλειτουργίας του φλοιού των επινεφριδίων (νόσος του Cushing) που συνεπάγεται σημαντική αλλαγή στον μεταβολισμό των λιπιδίων, των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των ανόργανων στοιχείων, όπως π.χ. μπορεί να προκληθεί ανακατανομή του σωματικού λίπους, αύξηση του σωματικού βάρους, μυϊκή αδυναμία και απώλεια και οστεοπόρωση. Η καταστολή της κορτιζόλης και μια αύξηση στα τριγλυκερίδια του πλάσματος, είναι μια πολύ συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια της φαρμακευτικής αγωγής με κορτικοστεροειδή (περισσότερο από 1 στα 10 ζώα).
Η αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης από γλυκοκορτικοειδή, μπορεί να σχετίζεται με τη διόγκωση του ήπατος (ηπατομεγαλία), με αυξημένα ηπατικά ένζυμα στον ορό.
Άλλες μεταβολές στις βιοχημικές και αιματολογικές παραμέτρους του αίματος, πιθανώς σχετιζόμενες με τη χρήση πρεδνιζολόνης, ήταν σημαντικές επιδράσεις που παρατηρήθηκαν στη γαλακτική αφυδρογονάση (μείωση) και στις λευκωματίνες (αύξηση) και στα εωσινόφιλα, λεμφοκύτταρα (πτώση) και τα πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα (αύξηση).
Παρατηρήθηκε επίσης μείωση στην ασπαρτική τρανσαμινάση.
Τα συστηματικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν πολυουρία, πολυδιψία και πολυφαγία, ιδίως κατά τη διάρκεια των πρώιμων σταδίων της θεραπείας. Ορισμένα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση νατρίου και νερού και υποκαλιαιμία στη μακροχρόνια χρήση.
Τα συστηματικά κορτικοστεροειδή έχουν προκαλέσει εναπόθεση ασβεστίου στο δέρμα (δερματική ασβέστωση).
Η χρήση των κορτικοστεροειδών, μπορεί να καθυστερήσει την επούλωση τραυμάτων και οι ανοσοκατασταλτικές δράσεις, μπορεί να εξασθενήσουν την αντίσταση ή να επιδεινώσουν υπάρχουσες λοιμώξεις. Σεπαρουσία ιογενών λοιμώξεων, τα κορτικοστεροειδή μπορεί να επιδεινώσουν ή να επισπεύσουν την εξέλιξη της νόσου.
Γαστρεντερική εξέλκωση έχει αναφερθεί σε ζώα που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή και η γαστρεντερική εξέλκωση μπορεί να επιδεινωθεί από τα στεροειδή σε ζώα στα οποία χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και σε ζώα με τραύμα του νωτιαίου μυελού. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν είναι: αναστολή της διαμήκους ανάπτυξης των οστών, ατροφία του δέρματος, σακχαρώδης διαβήτης, ευφορία, παγκρεατίτιδα, μείωση στη σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών, αύξηση στη σύνθεση των παραθυρεοειδών ορμονών. Βλ. επίσης παράγραφο 4.7.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Να μην χρησιμοποιηθεί σε έγκυα ζώα. Μελέτες σε ζώα εργαστηρίου,έχουν καταδείξει ότι η χορήγηση κατά τη διάρκεια των πρώιμων σταδίων της κύησης μπορεί να προκαλέσει εμβρυϊκές ανωμαλίες. Η χορήγηση κατά τη διάρκεια των τελευταίων σταδίων της κύησης μπορεί να προκαλέσει αποβολή ή πρόωροτοκετό. Βλ. παράγραφο 4.3.
Τα γλυκοκορτικοειδή απεκκρίνονται στο γάλα και μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή της ανάπτυξης στα θηλάζοντα νεαρά ζώα.
Χρησιμοποιήστε το προϊόν κατά τη διάρκεια της γαλουχίας μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Η φαινυτοΐνη, τα βαρβιτουρικά, η εφεδρίνη και η ριφαμπικίνη, μπορεί να επιταχύνουν την μεταβολική κάθαρση των κορτικοστεροειδών οδηγώντας σε μειωμένα επίπεδα στο αίμα και μειωμένη φυσιολογική δράση.
Η ταυτόχρονη χρήση αυτού του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα μπορεί να επιδεινώσει την εξέλκωση της γαστρεντερικής οδού. Επειδή τα κορτικοστεροειδή μπορεί να μειώσουν την ανοσολογική ανταπόκριση στον εμβολιασμό, η πρεδνιζολόνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με εμβόλια ή εντός δύο εβδομάδων μετά τον εμβολιασμό.
Η χορήγηση πρεδνιζολόνης μπορεί να προκαλέσει υποκαλιαιμία και ως εκ τούτου να αυξήσει τον κίνδυνο τοξικότητας από καρδιακές γλυκοσίδες. Ο κίνδυνος της υποκαλιαιμίας, μπορεί να είναι αυξημένος εάν η πρεδνιζολόνη χορηγείται μαζί με διουρητικά τα οποία προκαλούν αποβολή καλίου.
Δεν ισχύει.