Να μην υπερβαίνονται η συνιστώμενη δοσολογία και η διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής.
Να μην χορηγείται σε ζώα που πάσχουν από καρδιακή, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, εάν υπάρχει ενδεχόμενο αιμορραγίας του γαστρεντερικού σωλήνα ή σε περιπτώσεις δυσκρασίας του αίματος.
Όπως και σε άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, η χρήση του σπάνια είναι δυνατόν να προκαλέσει νεφρική ή ιδιοσυγκρασιακού τύπου ηπατική νόσο.
Να μην χορηγείται με άλλα μη στεροειδή αντιφελγμονώδη ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα 24 ωρών.
Ορισμένα μη στεροειδή αντιφελγμονώδη μπορεί να συνδέονται ισχυρά με πρωτεΐνες του πλάσματος του αίματος και να ανταγωνίζονται άλλες ουσίες που σχηματίζουν τέτοιους ισχυρούς δεσμούς, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε τοξικά φαινόμενα.
Καμία.
Η χορήγηση σε ζώα ηλικίας μικρότερης των 6 μηνών ή σε υπερήλικα ζώα μπορεί να εγκυμονεί κάποιους κινδύνους. Εάν η χορήγηση σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αποφευχθεί, πρέπει να μειωθεί η χορηγούμενη δόση και να παρακολουθούνται προσεκτικά τα ζώα από κτηνίατρο.
Να αποφεύγεται τη χρήση σε κάθε αφυδατωμένο, ολιγογκαιμικό ή υποτασικό ζώο καθώς σε τέτοια περίπτωση υπάρχει κίνδυνος αυξημένης νεφροτοξικότητας και δημιουργίας γαστρεντερικών ελκών.
Η ταυτόχρονη χορήγηση ισχυρών νεφροτοξικών φαρμάκων θα πρέπει να αποφεύγεται.
Τα μη στεροειδή αντιφελγμονώδη μπορεί να προκαλέσουν αναστολή της φαγοκυττάρωσης. Για το λόγο αυτό, σε περιπτώσεις χορήγησης σε φλεγμονώδεις καταστάσεις μικροβιακής αιτιολογίας, πρέπει να χορηγείται υπό ταυτόχρονη κατάλληλη αντιβιοτική κάλυψη.
Σε περίπτωση κατάποσης, να αναζητηθεί αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδειχθεί στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή η ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί τυπικά ανεπιθύμητα συμπτώματα συνδεόμενα με τη χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, όπως έμετος, υδαρή κόπρανα, απώλεια της όρεξης και λήθαργος. Αυτά τα συμπτώματα εκδηλώνονται γενικά εντός της πρώτης εβδομάδας, είναι ήπια στις περισσότερες περιπτώσεις και εξαφανίζονται μετά την πρώτη εβδομάδα της αγωγής, αν και σε κάποιες, πολύ σπάνιες, περιπτώσεις μπορεί να γίνουν σοβαρά ή να αποβούν μοιραία για το ζώο. Εάν παρατηρηθούν ανεπιθύμητες ενέργειες, η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται και θα πρέπει να ζητείται η συμβουλή του κτηνιάτρου.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Καθώς δεν έχουν γίνει μελέτες σε έγκυα ζώα, η χορήγηση της καρπροφαίνης στα ζώα αυτά αντενδείκνυται.
Δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικές αλληλεπιδράσεις της καρπροφαίνης με άλλα φάρμακα. Η οξεία τοξικότητα της καρπροφαίνης στα ζώα δεν μεταβλήθηκε σημαντικά με την ταυτόχρονη χορήγηση 15 φαρμάκων ευρείας χρήσης. Αυτά ήταν το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, η αμφεταμίνη, η ατροπίνη, η χλωροπρομαζίνη, η διαζεπάμη, η δυφαινιδραμίνη, η αιθυλική αλκοόλη, η υδροχλωροθειαζίδη, η ιμιπραμίνη, η μεπεριδίνη, η προποξυφαίνη, η πεντοβαρβιτάλη, η σουλφισοξαζόλη, η τετρακυκλίνη και η τολβουταμίδη.
Παρά το γεγονός ότι τόσο η καρπροφαίνη όσο και το βαλφαρίνη μπορούν να ενωθούν με τις πρωτείνες του πλάσματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα, υπό την προϋπόθεση ότι η κλινική κατάσταση του ζώου καθώς και οι αιματολογικές παράμετροι και αυτές της πήξης του αίματος παρακολουθούνται στενά, καθώς ενώνονται σε δύο διαφορετικά σημεία στην αλβουμίνη του ορού του ανθρώπου και των βοοειδών.
Δεν είναι γνωστή καμία.