Κωδικός ATCvet: QC09CA07
Η τελμισαρτάνη είναι ένας από του στόματος δραστικός και ειδικός ανταγωνιστής των υποδοχέων (υπoτύπου AT1) της αγγειοτενσίνης ΙΙ, ο οποίος προκαλεί μια δοσο-εξαρτώμενη μείωση στη μέση αρτηριακή πίεση σε είδη θηλαστικών, συμπεριλαμβανομένης της γάτας. Σε μία κλινική μελέτη σε γάτες με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, παρατηρήθηκε μείωση της πρωτεϊνουρίας, μέσα στις πρώτες 7 ημέρες από την έναρξη της θεραπείας με 1 mg/kg. Σε μια περαιτέρω κλινική μελέτη σε γάτες με υπέρταση, μείωση στη μέση συστολική πίεση του αίματος επετεύχθη με δόση 2 mg/kg. Λόγω του συνδυασμού αυτών των φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, η τελμισαρτάνη είναι κατάλληλη θεραπεία για γάτες με ταυτόχρονη υπέρταση και ΧΝΑ.
Η τελμισαρτάνη εκτοπίζει την αγγειοτενσίνη ΙΙ από τη θέση σύνδεσής της στον υπότυπο ΑΤ1 υποδοχέα. Η τελμισαρτάνη συνδέεται επιλεκτικά με τον ΑΤ1 υποδοχέα και δεν έχει χημική συγγένεια με άλλους υποδοχείς, συμπεριλαμβανομένων των υποδοχέων ΑΤ2 ή άλλους λιγότερο χαρακτηρισμένους ΑΤ υποδοχείς. Η διέγερση του ΑΤ1 υποδοχέα είναι υπεύθυνη για τις παθολογικές επιδράσεις της αγγειοτενσίνης ΙΙ στους νεφρούς και σε άλλα όργανα που σχετίζονται με την αγγειοτενσίνη ΙΙ, όπως η αγγειοσύσπαση, η κατακράτηση νατρίου και νερού, η αυξημένη σύνθεση της αλδοστερόνης και η ανασύσταση οργάνων. Δεν καταστέλλονται οι οφέλιμες δράσεις του ΑΤ2 υποδοχέα, όπως είναι η αγγειοδιαστολή, η νατριουρία και η αναστολή του μη φυσιολογικού πολλαπλασιασμού των κυττάρων. Η σύνδεση με τον υποδοχέα διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της αργής αποδέσμευσης της τελμισαρτάνης από τον ΑΤ1 υποδοχέα. Η τελμισαρτάνη δεν εκδηλώνει καμία δραστηριότητα μερικού αγωνιστή στον ΑΤ1 υποδοχέα.
Παρά το γεγονός ότι η υποκαλιαιμία συνδέεται με Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια, η τελμισαρτάνη δεν επηρεάζει την απέκκριση του καλίου, όπως καταδεικνύεται σε κλινική μελέτη πεδίου σε γάτες.
Μετά την από του στόματος χορήγηση τελμισαρτάνης σε γάτες, οι καμπύλες πλάσμα-συγκέντρωση-χρόνος της μητρικής ουσίας χαρακτηρίζονται από ταχεία απορρόφηση με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (Cmax) να επιτυγχάνεται μετά από 0,5 ώρες (tmax). Για τις τιμές Cmax και AUC παρατηρήθηκαν ανάλογες με τη δόση αυξήσεις, σε εύρος δόσης από 0,5 mg/kg έως 3 mg/kg. Όπως προσδιορίζεται από τις τιμές-AUC, η κατανάλωση τροφής δεν επηρεάζει τη συνολική έκταση απορρόφησης της τελμισαρτάνης.
Η τελμισαρτάνη είναι εξαιρετικά λιπόφιλη και έχει ταχεία κινητική διαπερατότητα της κυτταρικής μεμβράνης, η οποία διευκολύνει την απρόσκοπτη κατανομή της στους ιστούς. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το φύλο.
Δεν παρατηρήθηκε κλινικά συσχετιζόμενη συσσώρευση του φαρμάκου μετά από χορήγηση πολλαπλών δόσεων μια φορά την ημέρα για 21 ημέρες. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα, μετά την από του στόματος χορήγηση, ήταν 33%.
In vitro μελέτες σε ανθρώπους, σε σκύλους, σε μυς και σε επίμυς, κατέδειξαν υψηλή πρωτεϊνική δέσμευση (>99,5%), κυρίως με την αλβουμίνη και την άλφα-1-όξινη γλυκοπρωτεΐνη.
Η τελμισαρτάνη μεταβολίζεται με σύζευξη με το γλυκουρονίδιο της μητρικής ουσίας. Δεν έχει αποδειχθεί καμία φαρμακολογική δραστικότητα για τη συζευγμένη ουσία. Σε δεδομένα από in vitro και ex vivo μελέτες με ηπατικά μικροσωμάτια αιλουροειδών, συμπεραίνεται ότι η τελμισαρτάνη υφίσταται αποτελεσματική γλυκουρονιδίωση στη γάτα. Η γλυκουρονιδίωση επιφέρει το σχηματισμό του μεταβολίτη της τελμισαρτάνης, του 1-O-ακυλ-γλυκουρονιδίου.
Ο τελικός χρόνος ημίσειας ζωής (t1/2) κυμαίνεται από 7,3 ώρες έως 8,6 ώρες, με μέση τιμή 7,7 ώρες. Μετά την από του στόματος χορήγηση, η τελμισαρτάνη απεκκρίνεται σχεδόν αποκλειστικά στα κόπρανα, κυρίως ως αμετάβλητη δραστική ουσία.