Να μη χορηγείται σε ζώα με ηπατική ανεπάρκεια.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό, ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Αν και σπάνια, η επανειλημμένη χρήση μπορεί να προκαλέσει διασταυρούμενη αντοχή σε άλλες αζόλες.
Η θεραπεία με κετοκοναζόλη μειώνει τα επίπεδα τεστοστερόνης, αυξάνει τα επίπεδα προγεστερόνης και μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγή σε αρσενικά ζώα, κατά τη διάρκεια και μερικές εβδομάδες μετά τη θεραπεία.
Η θεραπεία δερματοφυτίασης δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στα πάσχοντα ζώα. Πρέπει να περιλαμβάνει απολύμανση του περιβάλλοντος, επειδή οι σπόροι μπορούν να επιζήσουν στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλα μέτρα, όπως συχνή χρήση ηλεκτρικής σκούπας, απολύμανση των εργαλείων καλλωπισμού και απομάκρυνση των πιθανά μολυσμένων αντικειμένων που δεν μπορούν να απολυμανθούν, θα ελαττώσει τον κίνδυνο επαναμόλυνσης ή διασποράς της μόλυνσης.
Προτείνεται συνδυασμός συστημικής και τοπικής θεραπείας.
Σε περίπτωση μακρόχρονης χορήγησης, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας.
Εάν εμφανιστούν συμπτώματα ηπατικής δυσλειτουργίας, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί άμεσα. Καθώς τα δισκία έχουν γεύση, πρέπει να φυλάσσονται σε ασφαλή θέση που δεν προσεγγίζουν ζώα.
Η τυχαία κατάποση πρέπει να αποφεύγεται. Φυλάσσετε την κυψέλη στο εξωτερικό κουτί για να αποφύγετε την πρόσβαση από παιδιά. Μέρη του δισκίου (μισά ή τέταρτα) θα πρέπει να αποθηκεύονται στην αρχική κυψέλη και να χρησιμοποιούνται στην επόμενη χορήγηση. Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει κατάποση, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στην κετοκοναζόλη πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Πλύνετε τα χέρια σας μετά τη χρήση.
Τα δερματόφυτα που αναφέρονται στην ένδειξη έχουν ζωονοσογόνο δυναμικό με κίνδυνο μετάδοσης στον άνθρωπο. Τηρείτε καλή προσωπική υγιεινή (πλύσιμο των χεριών μετά τον χειρισμό του ζώου και αποφυγή άμεσης επαφής με το ζώο). Εάν παρουσιαστούν σημεία δερματικών βλαβών, επικοινωνήστε με τον γιατρό σας.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα), ύστερα από χορήγηση συνηθισμένων δόσεων, μπορεί να εμφανιστούν νευρολογικά συμπτώματα (απάθεια, αταξία, τρόμος), τοξίκωση ήπατος, εμετός, ανορεξία ή/και διάρροια.
Η κετοκοναζόλη έχει παροδική αντιανδρογόνο και αντιγλυκοκορτικοειδή δράση. Προκαλεί δοσοεξαρτώμενη και χρονοεξαρτώμενη αναστολή της μετατροπής της χοληστερόλης σε στεροειδείς ορμόνες όπως η τεστοστερόνη και η κορτιζόλη. Δείτε επίσης την παράγραφο 4.5 για τα αρσενικά ζώα αναπαραγωγής.
Μελέτες σε ζώα εργαστηρίου έδειξαν σημεία τερατογένεσης και εμβρυοτοξικότητας. Η ασφάλεια του προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί σε έγκυα ή γαλουχούντα ζώα. Δεν συνιστάται η χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Να μη χορηγείται με αντιόξινα και/ή ανταγωνιστές Η-2 υποδοχέων (σιμετιδίνη/ρανιτιδίνη) ή αναστολείς αντλίας πρωτονίων (π.χ. ομεπραζόλη), διότι μπορεί να τροποποιηθεί η απορρόφηση της κετοκοναζόλης (η απορρόφηση απαιτεί όξινο περιβάλλον).
Η κετοκοναζόλη είναι υπόστρωμα και ισχυρός αναστολέας του κυτοχρώματος P450 3A4 (CYP3A4). Μπορεί να μειώσει την αποβολή φαρμάκων που μεταβολίζονται από το CYP3A4, αλλάζοντας κατ' επέκταση τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένες συγκεντρώσεις πλάσματος π.χ. της κυκλοσπορίνης, των μακροκυκλικών λακτονών (ιβερμεκτίνη, σελαμεκτίνη, μιλμπεμυκίνη), της μιδαζολάμης, της σισαπρίδης, των παραγόντων αποκλεισμού των διαύλων ασβεστίου, της φαιντανύλης, της διγοξίνης, των μακρολιδίων, της μεθυλπρεδνιζολόνης ή των κουμαρινικών αντιπηκτικών. Τα αυξημένα επίπεδα πλάσματος των φαρμάκων που αναφέρονται παραπάνω μπορεί να παρατείνουν τη διάρκεια των επιδράσεων καθώς και των ανεπιθύμητων ενεργειών.
Από την άλλη πλευρά, επαγωγείς του κυτοχρώματος P450 μπορεί να αυξήσουν τον ρυθμό μεταβολισμού της κετοκοναζόλης, π.χ. τα βαρβιτουρικά ή η φαινοτοΐνη μπορούν να αυξήσουν τον ρυθμό μεταβολισμού της κετοκοναζόλης, με αποτέλεσμα μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα, επομένως μειωμένη αποτελεσματικότητα.
Η κετοκοναζόλη μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις της θεοφυλλίνης στον ορό.
Η κετοκοναζόλη αναστέλλει τη μετατροπή της χοληστερόλης σε κορτιζόλη και μπορεί έτσι να επηρεάσει τη δοσολογία της τριλοστάνης/μιτοτάνης σε σκύλους που λαμβάνουν ταυτόχρονα θεραπεία για υπερφλοιοεπινεφριδισμό.
Δεν είναι γνωστό σε ποιον βαθμό είναι σχετικές αυτές οι αλληλεπιδράσεις για τους σκύλους και τις γάτες, αλλά, απουσία δεδομένων, η συγχορήγηση του προϊόντος και αυτών των φαρμάκων θα πρέπει να αποφεύγεται.
Δεν εφαρμόζεται.