Να μη χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα. Να μη χρησιμοποιείτε σε σκύλους με ηπατική, νεφρική και καρδιακή ανεπάρκεια.
Αν δεν υπάρξει ανταπόκριση μετά τις 4 εβδομάδες αγωγής, το στέλεχος της λεϊσμάνιας θεωρείται ανθεκτικό και θα πρέπει να διερευνηθεί μια άλλη επιλογή θεραπείας.
Η θεραπεία πρέπει να συνοδεύεται από ορολογική και αιτιολογική παρακολούθηση, υποδεικνύοντας την πρόγνωση της νόσου και κατά συνέπεια τη μοίρα του ζώου.
Η θεραπεία γίνεται για να επέλθει βελτίωση στα κλινικά συμπτώματα αλλά ο σκύλος μπορεί να παραμείνει πηγή παρασίτων για τις σκνίπες. Ο σκύλος πρέπει να παρακολουθείται μετά το τέλος της χορήγησης, ώστε, εφόσον χρειαστεί, να επαναχορηγηθεί το προϊόν.
Ξεκινήστε τη θεραπεία με τη χορήγηση της μισής δόσης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μειωμένης νεφρικής διαπερατότητας, αυξάνοντας σταδιακά μέχρι την επίτευξη της συνιστώμενης δόσης.
Σε περιπτώσεις δυσανεξίας, διακόψτε τη θεραπεία και συνεχίστε την με χαμηλότερη δόση.
Η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Συνιστάται επίσης να παρακολουθείται η ηπατική και η καρδιακή λειτουργία κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας ή/και οφθαλμικών διαταραχών (όπως κερατίτιδα, ραγοειδίτιδα, επιπεφυκίτιδα), τα σχετικά κλινικά συμπτώματα πρέπει να σταθεροποιηθούν ή να αντιμετωπιστούν πριν την έναρξη της θεραπείας.
Σε περιπτώσεις διαγνωσμένης νεφρικής ανεπάρκειας, τα σχετικά συμπτώματα πρέπει να αντιμετωπιστούν και να σταθεροποιηθούν πριν από την έναρξη της θεραπείας με το προϊόν.
Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στη δραστική ουσία θα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.
Αποφύγετε την επαφή μεταξύ του προϊόντος και του δέρματος, των ματιών ή του στόματος.
Εάν το προϊόν εισέλθει στα μάτια κατά λάθος ή σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει επαφή με το δέρμα, πλυθείτε καλά με άφθονο νερό.
Σε περίπτωση που κατά λάθος κάνετε αυτoένεση, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Πλύνετε τα χέρια σας μετά τη χρήση.
Μην τρώτε, πίνετε ή καπνίζετε κατά τη διάρκεια της εφαρμογής.
Μια επώδυνη αντίδραση μπορεί να παρατηρηθεί σπανίως κατά τη διάρκεια της ένεσης. Επιπρόσθετα, τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης όπως πόνος, οίδημα και φλεγμονή έχουν αναφερθεί έπειτα από την χορήγηση αυτού του προϊόντος σε μη συνηθισμένες περιπτώσεις.
Η τοξικότητα αυτού του συστατικού μπορεί σπάνια να προκαλέσει συμπτώματα που χαρακτηρίζονται από πυρετό, ταχυκαρδία, έμετο, αδυναμία, κατάπτωση, μυαλγία και αρθραλγία.
Τα συμπτώματα παρέρχονται συνήθως με τη διακοπή της θεραπείας.
Η παρατεταμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σπάνια σε νεφρικές και καρδιακές βλάβες.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας. Χρησιμοποιήστε μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Η ταυτόχρονη χρήση με παράγοντες που μπορεί να παρατείνουν το διάστημα QT θα πρέπει να αποφεύγεται, καθώς μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος για αρρυθμίες.
Μην χορηγείτε με φυσιολογικό αλατούχο διάλυμα. Λόγω έλλειψης μελετών συμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.