Η φενβενδαζόλη είναι ένα ανθελμινθικό που ανήκει στην βενζιμιδαζολο-καρβαμική ομάδα.
Δρα παρεμβαίνοντας στον ενεργειακό μεταβολισμό των νηματωδών ή κεστωδών σκωλήκων.
Η φενβενδαζόλη αναστέλλει τον πολυμερισμό της σωληνίνης στα μικροσωληνάρια. Αυτό παρεμβαίνει στις βασικές δομικές και λειτουργικές ιδιότητες των κυττάρων των ελμίνθων, όπως το σχηματισμό του κυτταροσκελετού, το σχηματισμό των μιτωτικών ατράκτων και την πρόσληψη και ενδοκυτταρική μεταφορά θρεπτικών και μεταβολικών προϊόντων. Η φενβενδαζόλη είναι δραστική και έχει δοσοεξαρτώμενη δράση κατά των Heterakis gallinarum (ενήλικα στάδια), Ascarida galli (ενήλικα στάδια), Capillaria obsignata (ενήλικα στάδια) και Raillietina echinobothrida (ενήλικα στάδια) σε ορνίθια και είναι δραστική κατά των ενήλικων Heterakis gallinarum σε φασιανούς.
Μετά από τη χορήγηση από το στόμα, η φενβενδαζόλη απορροφάται μόνο μερικώς. Μετά από την απορρόφηση, η φενβενδαζόλη μεταβολίζεται ταχέως στο ήπαρ κυρίως στο σουλφοξείδιό της (οξφενδαζόλη) και στη συνέχεια στη σουλφόνη της (σουλφόνη οξφενδαζόλης). Στα ορνίθια, η σουλφόνη οξφενδαζόλης είναι το κύριο συστατικό που ανιχνεύεται στο πλάσμα του αίματος, αποτελώντας περίπου τα ¾ της συνολικής AUC (δηλ. το άθροισμα των AUC για τη φενβενδαζόλη, οξφενδαζόλη και σουλφόνη οξφαινδαζόλης). Η φενβενδαζόλη και οι μεταβολίτες της κατανέμονται σε όλο το σώμα, οι υψηλότερες όμως συγκεντρώσεις ανευρίσκονται στο ήπαρ. Η αποβολή της φενβενδαζόλης και των μεταβολιτών της γίνεται κυρίως μέσω των κοπράνων.