Να μη χορηγείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στην ιτρακοναζόλη, σε άλλες αζόλες ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Να μη χορηγείται σε περιπτώσεις διαταραχής της ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας.
Να μη χορηγείται σε γάτες σε εγκυμοσύνη ή σε γαλουχία. (βλ. ενότητα 4.7).
Μερικές περιπτώσεις δερματοφυτιάσεων στις γάτες θεραπεύονται δύσκολα, ειδικά σε εκτροφεία γατών.
Οι γάτες στις οποίες χορηγείται θεραπεία με ιτρακοναζόλη μπορεί να μολύνουν άλλες γάτες με Μ. canis εφόσον δεν είναι απαλλαγμένες από τον μύκητα. Κατά συνέπεια συνιστάται, για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος επαναμόλυνσης ή εξάπλωσης της μόλυνσης, ο περιορισμός των υγιών ζώων (συμπεριλαμβανομένων και των σκύλων, καθώς μπορεί επίσης να μολυνθούν με M. canis) μακριά από τις υπό θεραπεία γάτες. Συνιστάται, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ομαδικών κρουσμάτων, ο καθαρισμός και η απολύμανση των χώρων του περιβάλλοντος με το κατάλληλο μυκητοκτόνο προϊόν.
Όταν κουρεύετε το τρίχωμα μολυσμένων γατών, θα πρέπει πρώτα να ζητάτε τη συμβουλή του κτηνιάτρου.
Το κούρεμα του τριχώματος θεωρείται χρήσιμο, καθότι απομακρύνει τις μολυσμένες τρίχες, διεγείρει την ανάπτυξη νέων τριχών και επιταχύνει την ίαση. Συνιστάται το κούρεμα να πραγματοποιείται από κτηνίατρο. Σε περίπτωση περιορισμένων αλλοιώσεων, το κούρεμα του τριχώματος μπορεί να περιορίζεται στην περιοχή των αλλοιώσεων, ενώ σε γάτες με γενικευμένη δερματοφυτίαση συνιστάται το κούρεμα όλου του τριχώματος του ζώου. Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην προκληθεί τραύμα στο υποκείμενο δέρμα κατά το κούρεμα. Συνιστάται η χρήση προστατευτικών γαντιών και ρούχων μίας χρήσης κατά τη διάρκεια του κουρέματος των μολυσμένων ζώων. Το κούρεμα του τριχώματος πρέπει να γίνεται σε καλά αεριζόμενο δωμάτιο που μπορεί να απολυμανθεί μετά το κούρεμα. Οι τρίχες θα πρέπει να απορριφθούν με τον κατάλληλο τρόπο και όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν π.χ. η κουρευτική μηχανή να απολυμανθούν.
Η θεραπεία της δερματοφυτίασης δεν θα πρέπει να περιορίζεται στη θεραπεία των μολυσμένων ζώων. Θα πρέπει να περιλαμβάνει την απολύμανση των χώρων του περιβάλλοντος με τα κατάλληλα μυκητοκτόνα προϊόντα, επειδή οι σπόροι του M. canis είναι δυνατόν να επιζήσουν στο περιβάλλον έως και 18 μήνες. Αλλά μέτρα, όπως ο συχνός καθαρισμός με ηλεκτρική σκούπα, η απολύμανση των βοηθητικών συσκευών και η απομάκρυνση όλων των πιθανώς μολυσμένων υλικών, τα οποία δεν μπορούν να απολυμανθούν, αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της πιθανότητας επαναμόλυνσης ή εξάπλωσης της μόλυνσης. Η απολύμανση και ο καθαρισμός με ηλεκτρική σκούπα πρέπει να περιορίζονται σε επιφάνειες που δεν επιτρέπεται να καθαρίζονται με υγρό πανί. Όλες οι άλλες επιφάνειες πρέπει να καθαρίζονται με ένα υγρό πανί. Κάθε ύφασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πρέπει να πλένεται και να απολυμαίνεται ή να απορρίπτεται και η χρησιμοποιημένη σακούλα της ηλεκτρικής σκούπας πρέπει να απορρίπτεται.
Τα μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης του Μ. canis σε ομάδες γατών μπορεί να περιλαμβάνουν την απομόνωση των νέων γατών, την απομόνωση των γατών που επιστρέφουν από διαγωνισμούς ή αναπαραγωγικές συνευρέσεις, τον αποκλεισμό των επισκεπτών και τον περιοδικό έλεγχο με λυχνία Wood ή τη διεξαγωγή καλλιέργειας για Μ. canis.
Σε ανθεκτικές περιπτώσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα μιας υποκείμενης νόσου.
Η συχνή και επαναλαμβανόμενη χρήση ενός αντιμυκητιακού μπορεί να οδηγήσει στην πρόκληση ανθεκτικότητας στα αντιμυκητιακά της ίδιας κατηγορίας.
Οι γάτες με δερματοφυτιάσεις και ταυτόχρονα σε κακή γενική κατάσταση ή/και που νοσούν από άλλες νόσους ή έχουν διαταραγμένη ανοσολογική αντίδραση θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Λόγω της κατάστασής τους, στα ζώα αυτά είναι πιο πιθανό να εκδηλωθούν ανεπιθύμητες ενέργειες. Σε περίπτωση σοβαρής ανεπιθύμητης ενέργειας, θα πρέπει να διακοπεί η θεραπεία και, εφόσον απαιτείται, να ξεκινήσει υποστηρικτική αγωγή (χορήγηση ορών). Αν παρατηρηθούν κλινικά συμπτώματα που υποδηλώνουν ηπατική δυσλειτουργία, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί αμέσως. Είναι πολύ σημαντική η παρακολούθηση των ηπατικών ενζύμων σε ζώα που παρουσιάζουν συμπτώματα ηπατικής δυσλειτουργίας.
Στον άνθρωπο η ιτρακοναζόλη έχει συνδεθεί με καρδιακή ανεπάρκεια λόγω της αρνητικής ινοτρόπου δράσης της. Οι γάτες με καρδιακή νόσο θα πρέπει να παρακολουθούνται και η θεραπεία να διακοπεί εάν επιδεινωθούν τα κλινικά συμπτώματα.
Η απολύμανση και ο καθαρισμός με ηλεκτρική σκούπα θα πρέπει να συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την κλινική ίαση της γάτας, αλλά ο καθαρισμός με ηλεκτρική σκούπα θα πρέπει να περιορίζεται σε επιφάνειες που δεν μπορούν να καθαριστούν με ένα υγρό πανί.
Εάν εμφανιστεί ύποπτη βλάβη σε άνθρωπο, συμβουλευτείτε έναν γιατρό, καθώς η δερματοφυτίαση του M. canis είναι ζωοανθρωπονόσος. Επομένως, φοράτε γάντια από λάτεξ όταν κουρεύετε το τρίχωμα μολυσμένων γατών, όταν χειρίζεστε το ζώο κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή όταν καθαρίζετε τη σύριγγα.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του δέρματος και/ή των ματιών. Αποφύγετε την επαφή με το δέρμα και τα μάτια. Πλύνετε τα χέρια και το εκτεθειμένο δέρμα μετά τη χορήγηση. Σε περίπτωση τυχαίας επαφής με τα μάτια, ξεπλύνετε καλά με νερό. Σε περίπτωση επίμονου πόνου ή ερεθισμού, ζητήστε ιατρική συμβουλή και δείξτε στον ιατρό την ετικέτα ή το φύλλο οδηγιών χρήσης.
Αυτό το προϊόν μπορεί να είναι επιβλαβές στα παιδιά μετά από τυχαία κατάποση. Μην αφήνετε τη γεμάτη σύριγγα χωρίς επίβλεψη. Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, ξεπλύνετε το στόμα με νερό.
Αυτό το προϊόν μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στην ιτρακοναζόλη ή την προπυλενογλυκόλη θα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Πλύνετε τα χέρια μετά τη χορήγηση.
Σε κλινικές μελέτες σημειώθηκε κάποια μορφή ανεπιθύμητης ενέργειας που πιθανώς σχετίζεται με τη χορήγηση του προϊόντος. Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν έμετος, διάρροια, ανορεξία, σιελόρροια, κατάθλιψη και απάθεια. Τα συμπτώματα αυτά έχουν συνήθως ήπιο και παροδικό χαρακτήρα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί παροδική αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις αυτή μπορεί να συνοδεύεται από ίκτερο. Αν παρατηρηθούν κλινικά συμπτώματα που υποδηλώνουν ηπατική δυσλειτουργία, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί αμέσως.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Να μη χορηγείται σε γάτες σε εγκυμοσύνη ή σε γαλουχία. Σε μελέτες υπερδοσολογίας σε ζώα εργαστηρίου παρατηρήθηκαν δυσπλασίες και εμβρυϊκές απορροφήσεις. Εργαστηριακές μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ενδείξεις δοσοεξαρτώμενων τερατογόνων, εμβρυοτοξικών και μητροτοξικών επιδράσεων σε υψηλές δόσεις (40 και 160 mg/kg σωματικού βάρους/ημέρα για 10 ημέρες κατά τη διάρκεια της περιόδου κύησης).
Μετά από ταυτόχρονη θεραπεία με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν και με κεφοβεκίνη παρατηρήθηκαν έμετος, ηπατικές και νεφρικές διαταραχές. Συμπτώματα όπως διαταραχή συντονισμού κινήσεων, κατακράτηση κοπράνων και αφυδάτωση παρατηρήθηκαν κατά την ταυτόχρονη χορήγηση του τολφεναμικού οξέος και του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Η ταυτόχρονη χορήγηση του προϊόντος με αυτά τα φάρμακα, λόγω έλλειψης στοιχείων στις γάτες, θα πρέπει να αποφεύγεται.
Στην ιατρική φαρμακολογία, έχουν παρατηρηθεί αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ιτρακοναζόλης και ορισμένων άλλων φαρμάκων, που οφείλονται σε αλληλεπίδραση με το κυτόχρωμα Ρ450 3A4 (CYP3A4) και τις Ρ-γλυκοπρωτεΐνες (PgP). Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη συγκέντρωση στο πλάσμα του αίματος για παράδειγμα της από του στόματος χορηγούμενης μιδαζολάμης, της κυκλοσπορίνης, της διγοξίνης, της χλωραμφαινικόλης, της ιβερμεκτίνης ή της μεθυλπρεδνιζολόνης. Τα αυξημένα επίπεδα στο πλάσμα μπορεί να παρατείνουν τη διάρκεια των επιδράσεων καθώς και των παρενεργειών. Η ιτρακοναζόλη μπορεί επίσης να αυξήσει το επίπεδο των από του στόματος χορηγούμενων αντιδιαβητικών παραγόντων στον ορό, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υπογλυκαιμία.
Από την άλλη, ορισμένα φάρμακα, π.χ. τα βαρβιτουρικά ή η φαινυτοΐνη, μπορούν να αυξήσουν τον ρυθμό μεταβολισμού της ιτρακοναζόλης, με αποτέλεσμα μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα, επομένως μειωμένη αποτελεσματικότητα. Καθώς η ιτρακοναζόλη απαιτεί όξινο περιβάλλον για τη μέγιστη απορρόφηση, τα αντιόξινα προκαλούν σημαντική μείωση της απορρόφησης. Η ταυτόχρονη χρήση ερυθρομυκίνης μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα.
Στον άνθρωπο έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στην ιτρακοναζόλη και στους ανταγωνιστές του ασβεστίου. Αυτά τα φάρμακα μπορεί να έχουν αθροιστική αρνητική ινοτρόπο επίδραση στην καρδιά.
Δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό αυτές οι αλληλεπιδράσεις σχετίζονται με τις γάτες, αλλά ελλείψει δεδομένων, η συγχορήγηση του προϊόντος και αυτών των φαρμάκων θα πρέπει να αποφεύγεται.
Λόγω έλλειψης μελετών συμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.