Κωδικός ATCvet: QS02CA01
Η μικοναζόλη ανήκει στην ομάδα των παραγώγων Ν-υποκατεστημένης ιμιδαζόλης και αναστέλλει τη σύνθεση της εργοστερόλης de novo. Η εργοστερόλη είναι ένα απαραίτητο λιπίδιο της μεμβράνης και πρέπει να συντίθεται από μύκητες. Η ανεπάρκεια εργοστερόλης εμποδίζει πολλές λειτουργίες της μεμβράνης, οδηγώντας τελικά στον θάνατο του κυττάρου.
Το φάσμα των δραστηριοτήτων καλύπτει σχεδόν όλους τους μύκητες και τις ζύμες που σχετίζονται με το κτηνιατρικό φάρμακο καθώς και τα θετικά κατά Gram βακτήρια. Πρακτικά δεν έχει αναφερθεί ανάπτυξη ανθεκτικότητας. Η μικοναζόλη έχει μυκητοστατικό τρόπο δράσης, αλλά παρατηρείται ότι υψηλές συγκεντρώσεις προκαλούν επίσης μυκητοκτόνα αποτελέσματα.
Η πολυμυξίνη Β ανήκει στα πολυπεπτιδικά αντιβιοτικά που απομονώνονται από βακτήρια. Είναι δραστική μόνο έναντι των αρνητικών κατά Gram βακτηρίων. Ο μηχανισμός αντίστασης των ανθεκτικών στην πολυμυξίνη αρνητικών κατά Gram βακτηρίων μπορεί να προκύψει από χρωμοσωμικές μεταλλάξεις ή οριζόντια μεταφορά των γονιδίων MCR. Όλα τα είδη Proteus μοιράζονται μια φυσική αντίσταση στην πολυμυξίνη Β.
Η πολυμυξίνη Β συνδέεται με τα φωσφολιπίδια στην κυτταροπλασματική μεμβράνη, με αποτέλεσμα τη διατάραξη της διαπερατότητας της μεμβράνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αυτόλυση των βακτηρίων, επιτυγχάνοντας έτσι βακτηριοκτόνο δράση.
Η οξική πρεδνιζολόνη είναι ένα συνθετικό κορτικοστεροειδές και χρησιμοποιείται για τις αντιφλεγμονώδεις, αντικνησμώδεις, αντιεξιδρωματικές και αντι-πολλαπλασιαστικές της επιδράσεις. Η αντιφλεγμονώδης δράση της οξικής πρεδνιζολόνης προκύπτει από τη μείωση της διαπερατότητας των τριχοειδών αγγείων, τη βελτίωση της ροής του αίματος και την αναστολή της δράσης των ινοβλαστών. Ο ακριβής μηχανισμός της ακαρεοκτόνου δράσης είναι ασαφής. Εικάζεται ότι τα ακάρεα ασφυκτιούν ή ακινητοποιούνται από τα ελαιώδη έκδοχα.
Μετά την τοπική εφαρμογή της πολυμυξίνης Β, ουσιαστικά δεν υπάρχει απορρόφηση της ένωσης μέσω του ανέπαφου δέρματος και των βλεννογόνων μεμβρανών, αλλά σημαντική απορρόφηση μέσω τραυμάτων.
Μετά την τοπική εφαρμογή της μικοναζόλης, ουσιαστικά δεν υπάρχει απορρόφηση της ένωσης μέσω του ανέπαφου δέρματος ή των βλεννογόνων μεμβρανών.
Όταν εφαρμόζεται τοπικά σε ανέπαφο δέρμα, η πρεδνιζολόνη υπόκειται σε περιορισμένη και καθυστερημένη απορρόφηση. Θα πρέπει να αναμένεται μεγαλύτερη απορρόφηση της πρεδνιζολόνης σε περιπτώσεις μειωμένης λειτουργίας του δερματικού φραγμού (π.χ. δερματικές βλάβες).