Να μην χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Να μην χρησιμοποιείται σε ζώα με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια.
Να μην χρησιμοποιείται σε ζώα με ασθένειες που σχετίζονται με έμετο ή δυσφαγία (βλ. επίσης κεφάλαιο 4.6).
Να μην χρησιμοποιείται σε ζώα με γνωστή φωτοευαισθησία (βλ. επίσης κεφάλαιο 4.6).
Να μην χρησιμοποιείται σε κουτάβια και γατάκια πριν την ολοκλήρωση του σχηματισμού του σμάλτου των δοντιών.
Η θεραπεία της λοίμωξης από Ehrlichia canis πρέπει να ξεκινήσει κατά την έναρξη της εμφάνισης των κλινικών συμπτωμάτων. Δεν επιτυγχάνεται πάντα η πλήρης εκρίζωση του παθογόνου, αλλά η θεραπεία των 28 ημερών οδηγεί γενικά σε υποχώρηση των κλινικών συμπτωμάτων και μείωση του βακτηριακού φορτίου. Μπορεί να απαιτείται μεγαλύτερη διάρκεια θεραπείας, με βάση την εκτίμηση της σχέσης οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο, ιδιαίτερα σε σοβαρή ή χρόνια ερλιχίωση. Όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, ακόμη και μετά την κλινική θεραπεία.
Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να βασίζεται σε δοκιμές ταυτοποίησης και ευαισθησίας των στοχευόμενων παθογόνων. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, η θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται σε επιδημιολογικές πληροφορίες και γνώση της ευαισθησίας των στοχευόμενων παθογόνων σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο.
Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος που παρεκκλίνει από τις οδηγίες που δίνονται στην ΠΧΠ μπορεί να αυξήσει τον επιπολασμό ανθεκτικών βακτηρίων στη δοξυκυκλίνη και μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με άλλες τετρακυλίνες, εξαιτίας της πιθανότητας διασταυρούμενης αντοχής. Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις επίσημες εθνικές και περιφερειακές αντιμικροβιακές πολιτικές.
Για να αποφευχθεί ο έμετος και να μειωθεί η πιθανότητα οισοφαγικού ερεθισμού, τα δισκία θα πρέπει να χορηγούνται μαζί με φαγητό.
Το προϊόν θα πρέπει να χορηγηθεί με προσοχή σε νεαρά ζώα, επειδή οι τετρακυκλίνες ως τάξη μπορεί να προκαλέσουν μόνιμο αποχρωματισμό των δοντιών, όταν χορηγούνται κατά την ανάπτυξη των δοντιών. Ωστόσο, η βιβλιογραφία για ανθρώπους υποδεικνύει ότι η δοξυκυκλίνη είναι λιγότερο πιθανό από άλλες τετρακυκλίνες να προκαλέσει αυτές τις ανωμαλίες, λόγω της μειωμένης ικανότητας της να δημιουργεί χηλική ένωση με τον ασβέστιο.
Τα άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στη δοξυκυκλίνη ή σε άλλες τετρακυκλίνες θα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν και κατά τον χειρισμό του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να χρησιμοποιείται ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός που αποτελείται από γάντια.
Σε περίπτωση ερεθισμού του δέρματος, αναζητήστε αμέσως ιατρική βοήθεια και επιδείξτε στον ιατρό το φύλλο οδηγιών ή την ετικέτα.
Η τυχαία κατάποση, ειδικά από παιδιά, μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες όπως έμετο. Για να αποφευχθεί η τυχαία κατάποση, τα blister πρέπει να εισάγονται ξανά στην εξωτερική συσκευασία και να φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος. Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, αναζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και επιδείξτε στον ιατρό το φύλλο οδηγιών ή την ετικέτα.
Γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ο έμετος, η ναυτία, η σιελόρροια, η οισοφαγίτιδα και η διάρροια έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια σε αυθόρμητες αναφορές. Φωτοευαισθησία και φωτοδερματίτιδα μπορούν να συμβούν μετά από τη θεραπεία με τετρακυκλίνη, μετά από την έκθεση σε έντονο ηλιακό φως ή υπεριώδες φως (Βλ. επίσης κεφάλαιο 4.3).
Η χρήση τετρακυκλίνης κατά την περίοδο ανάπτυξης των δοντιών μπορεί να οδηγήσει σε αποχρωματισμό των δοντιών.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Από εργαστηριακές μελέτες σε αρουραίους ή κουνέλια, δεν διαπιστώθηκαν ενδείξεις τερατογενών ή εμβρυοτοξικών επιδράσεων της δοξυκυκλίνης. Ωστόσο, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για τα είδη ζώων, δεν συνιστάται η χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης.
Χρησιμοποιήστε μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους-κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Η δοξυκυκλίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με άλλα αντιβιοτικά, και ιδιαίτερα βακτηριδιοκτόνα φάρμακα όπως οι β-λακτάμες. Μπορεί να συμβεί διασταυρούμενη αντίσταση με άλλες τετρακυκλίνες.
Ο χρόνος ημιζωής της δοξυκυκλίνης μειώνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση βαρβιτουρικών, φαινυτοΐνης και καρβαμαζεπίνης.
Μπορεί να χρειαστούν προσαρμογές της δόσης σε υποκείμενα υπό αντιπηκτική θεραπεία, καθώς οι τετρακυκλίνες καταστέλλουν τη δραστικότητα της προθρομβίνης στο πλάσμα.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη χορήγηση από του στόματος απορροφητικών ουσιών, αντιόξινων και παρασκευασμάτων που περιλαμβάνουν πολυσθενή κατιόντα, καθώς μειώνουν τη διαθεσιμότητα της δοξυκυκλίνης.
Δεν εφαρμόζεται.