Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Αποφεύγετε την χορήγηση δόσης μικρότερης από τη συνιστώμενη που μπορεί να οφείλεται σε υποεκτίμηση του σωματικού βάρους, κακή χορήγηση του προϊόντος ή μη βαθμονόμηση της δοσιμετρικής συσκευής (αν υπάρχει). Συνιστάται η χορήγηση του προϊόντος σε όλους τους αμνούς του κοπαδιού και σε όλους τους μόσχους στον ίδιο χώρο. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση του μολυσματικού φορτίου και θα εξασφαλίσει καλύτερο επιδημιολογικό έλεγχο της μόλυνσης από κοκκιδίωση. Εάν δεν υπάρχει πρόσφατο και επιβεβαιωμένο ιστορικό κλινικής κοκκιδίωσης, η παρουσία κοκκιδίων στην εκτροφή πρέπει να επιβεβαιώνεται με δειγματοληψία κοπράνων πριν από τη θεραπεία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να επιτευχθεί μόνο παροδική μείωση της αποβολής ωοκύστεων. Τα ύποπτα κλινικά περιστατικά αντίστασης στα αντικοκκιδιακά θα πρέπει να διερευνώνται περαιτέρω, και στις περιπτώσεις και όπου τα αποτελέσματα των εξετάσεων υποδεικνύουν σαφώς ανθεκτικότητα σε ένα συγκεκριμένο αντιπρωτοζωϊκό, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα αντικοκκιδιακό που ανήκει σε άλλη φαρμακολογική τάξη με διαφορετικό μηχανισμό δράσης.
Η συχνή και επαναλαμβανόμενή χρήση αντιπρωτοζωϊκών ενδέχεται να οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας του πρωτόζωου.
Η κλινική κοκκιδίωση γενικά εμφανίζεται αργά στον κύκλο ζωής του παρασίτου, αφού το μεγαλύτερο μέρος της βλάβης στο έντερο του μόσχου έχει ήδη γίνει. Αυτό το έντονα αλλοιωμένο έντερο μπορεί εύκολα να μολυνθεί από δευτερογενή βακτήρια ή/και άλλους παράγοντες. Σε περιπτώσεις οξείας κλινικής κοκκιδίωσης υπό αγωγή με το προϊόν, η χορήγηση υγρών είναι απαραίτητη. Τα συμπτώματα της κλινικής νόσου μπορεί να παραμείνουν εμφανή σε μερικoύς μόσχους που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία με το προϊόν, παρόλο που η αποβολή των ωοκύστεων είναι μειωμένη σε πολύ χαμηλά επίπεδα και ο συνολικός επιπολασμός της διάρροιας ελαττώνεται.
Η συνιστώμενη έναρξη της θεραπείας εξαρτάται από την επιδημιολογία του Eimeria spp. H ύπαρξη κοκκιδίων στην εκτροφή πρέπει να επιβεβαιώνεται με εξέταση κοπράνων πριν την έναρξη της θεραπείας, εάν δεν υπάρχει πρόσφατο και επιβεβαιωμένο ιστορικό κλινικής κοκκιδίωσης.
Η κοκκιδίωση είναι ένδειξη ανεπαρκών συνθηκών υγιεινής στο στάβλο. Συνιστάται η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, η χορήγηση του προϊόντος σε όλους τους αμνούς του κοπαδιού και σε όλους τους μόσχους στον ίδιο χώρο.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, σε ιδιαίτερα ευπαθείς αμνούς π.χ. όπου έχουν ενσταβλιστεί για μεγάλες χρονικές περιόδους πριν βρεθούν σε έντονα μολυσμένα βοσκοτόπια, παρατηρήθηκε έντονη διάρροια λίγο μετά την αγωγή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η χορήγηση υγρών είναι απαραίτητη.
Να πλένετε τα χέρια μετά τη χορήγηση του προϊόντος.
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες που περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές (όπως διάρροια, με πιθανή παρουσία αίματος), λήθαργο και/ή νευρολογικές διαταραχές (ανησυχία, κατάκλιση, πάρεση…). Ορισμένα ζώα στα οποία έχει χορηγηθεί θεραπεία μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα κλινικής ασθένειας (διάρροια) παρόλο που η αποβολή των ωοκύστεων είναι μειωμένη σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Δεν εφαρμόζεται.
Καμία γνωστή.
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.