Κωδικός ATCvet: QJ01DD91
Η κεφοβεκίνη είναι μία κεφαλοσπορίνη τρίτης γενεάς με ευρύ φάσμα δράσεως έναντι Gram-θετικών και Gram-αρνητικών βακτηρίων. Διαφέρει από τις άλλες κεφαλοσπορίνες στο ότι δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό με πρωτεΐνες και έχει μεγάλη διάρκεια δράσης. Όπως όλες οι κεφαλοσπορίνες, η δράση της κεφοβεκίνης προέρχεται από την αναστολή της σύνθεσης του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος. Η κεφοβεκίνη έχει βακτηριοκτόνο δράση.
Η κεφοβεκίνη παρουσιάζει in vitro δράση έναντι των Staphylococcus pseudintermedius και Pasteurella multocida που σχετίζονται με λοιμώξεις του δέρματος και μαλακών μορίων (skin and soft tissue infections SSTI) κυνοειδών και αιλουροειδών. Αναερόβια βακτήρια όπως τα Bacteroides spp. και Fusobacterium spp. που συλλέχθηκαν από αποστήματα αιλουροειδών αποδείχθηκαν ότι είναι ευαίσθητα. Τα Porphyromonas gingivalis και Prevotella intermedia που συλλέχθηκαν από περιοδοντική νόσο κυνοειδών, αποδείχθηκαν επίσης ότι είναι ευαίσθητα. Επιπροσθέτως, η κεφοβεκίνη παρουσιάζει in vitro δράση έναντι της Escherichia coli που σχετίζεται με λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (urinary tract infections UTI) των κυνοειδών και αιλουροειδών.
Η in vitro δράση έναντι αυτών των παθογόνων καθώς και έναντι άλλων παθογόνων του δέρματος και του ουροποιητικού συστήματος που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας Ευρωπαϊκής (Βέλγιο, Τσεχία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Πολωνία,Ισπανία, Ελβετία, Σουηδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο) έρευνας MIC (2017-2018).
Παθογόνο βακτήριο | Προέλευση | Αριθ. απομονωμένων στελεχών | MIC κεφοβεκίνης (mcg/ml) | 2024 κλινικά όρια ευαισθησίας CLSI για την κεφοβεκίνη (mcg/ml) | |||
---|---|---|---|---|---|---|---|
MIC~50~ | MIC~90~ | Ευαίσθητα | Ενδιάμεσα | Ανθεκτικά | |||
Ομάδα του Staphylococcus intermedius (SSTI) | Σκύλος Γάτα | 440 24 | 0,12 0,12 | 16 >32 | ≤0,5 NA | 1 NA | ≥2 NA |
β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι (SSTI) | Σκύλος Γάτα | 121 18 | ≤0,015 ≤0,015 | 0,03 ≤0,015 | ≤0,12 NA | 0,25 NA | ≥0,5 NA |
Escherichia coli (UTI) | Σκύλος Γάτα | 333 183 | 1 1 | 2 2 | ≤2 ≤2 | 4 4 | ≥8 ≥8 |
Escherichia coli (SSTI) | Σκύλος | 112 | 0,5 | 2 | NA | NA | NA |
Pasteurella spp. (SSTI) | Σκύλος Γάτα | 26 69 | ≤0,015 0,03 | 0,12 0,03 | NA ≤0,12 | NA 0,25 | NA 0,5 |
Proteus spp. (UTI) | Σκύλος | 101 | 0,25 | 0,5 | ≤2 | 4 | ≥8 |
Bacteroides spp. | Γάτα | 23 | 0,5 | 16 | NA | NA | NA |
Ν/Α: Δεν είναι διαθέσιμα
Η αντοχή στις κεφαλοσπορίνες προκύπτει από ενζυματική αδρανοποίηση (παραγωγή της βλακταμάσης), από μειωμένη διαπερατότητα λόγω μεταλλάξεων ή μεταβολής στην εκροή της πρωτεΐνης πορίνης ή από επιλογή χαμηλής συγγένειας πρωτεϊνών που δεσμεύονται στην πενικιλλίνη. Η αντοχή μπορεί να κωδικοποιείται χρωμοσωμικά ή πλασμιδιακά και μπορεί να μεταφέρεται εάν αυτή σχετίζεται με μεταθετά στοιχεία (transposons) ή πλασμίδια (Δείτε επίσης την παράγραφο 3.4).
Κατά την εφαρμογή των κλινικών ορίων ευαισθησίας CLSI, τα παρατηρούμενα επίπεδα αντοχής για τα στελέχη σκύλου E. coli και Proteus mirabilis που απομονώθηκαν από λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (UTI) ήταν 4,5 και 0,0% αντίστοιχα. Τα παρατηρούμενα επίπεδα αντοχής για τους β-αιμολυτικούς στρεπτόκοκκους του σκύλου και τα στελέχη από την ομάδα του S. intermedius που απομονώθηκαν από λοιμώξεις του δέρματος και μαλακών μορίων (SSTI) ήταν 0,0 και 15,2% αντίστοιχα. Τα παρατηρούμενα επίπεδα αντοχής για τα στελέχη E. coli των αιλουροειδών που απομονώθηκαν από λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (UTI) και τα στελέχη Pasteurella multocida των αιλουροειδών που απομονώθηκαν από λοιμώξεις του δέρματος και μαλακών μορίων (SSTI) ήταν 6,0% και 0,0% αντίστοιχα.
Τα απομονωμένα στελέχη Pseudomonas spp. και Enterococcus spp. είναι εγγενώς ανθεκτικά στην κεφοβεκίνη.
Η κεφοβεκίνη έχει μοναδικές φαρμακοκινητικές ιδιότητες με εξαιρετικά μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής αποβολής τόσο σε σκύλους όσο και σε γάτες.
Σε σκύλους, όταν η κεφοβεκίνη χορηγήθηκε ως μία υποδόρια δόση των 8 mg/kg σωματικού βάρους, η απορρόφηση ήταν γρήγορη και εκτεταμένη. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα στις 6 ώρες ήταν 120 mcg/ml και η βιοδιαθεσιμότητα περίπου 99%. Μέγιστες συγκεντρώσεις στο περικυττάριο υγρό της τάξης των 31,9 mcg/ml μετρήθηκαν 2 ημέρες μετά τη χορήγηση. Δεκατέσσερις ημέρες μετά τη χορήγηση, η μέση συγκέντρωση κεφοβεκίνης στο πλάσμα ήταν 5,6 mcg/ml. Η δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι υψηλή (96% έως 98,7%) και ο όγκος κατανομής χαμηλός (0,1 l/kg). Ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολήςείναι μεγάλος - περίπου 5,5 ημέρες. Η κεφοβεκίνη απεκκρίνεται κυρίως αμετάβλητη από τα νεφρά. Δεκατέσσερις ημέρες μετά τη χορήγηση, οι συγκεντρώσεις στα ούρα ήταν 2,9 mcg/ml.
Σε γάτες, όταν η κεφοβεκίνη χορηγήθηκε ως μία υποδόρια δόση των 8 mg/kg σωματικού βάρους, η απορρόφηση ήταν γρήγορη και εκτεταμένη. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα στις 2 ώρες ήταν 141 mcg/ml και η βιοδιαθεσιμότητα περίπου 99%. Δεκατέσσερις ημέρες μετά τη χορήγηση, η μέση συγκέντρωση κεφοβεκίνης στο πλάσμα ήταν 18 mcg/ml. Η δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι υψηλή (περισσότερο από 99%) και ο όγκος κατανομής χαμηλός (0,09 l/kg). Ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής είναιμεγάλος - περίπου 6,9 ημέρες. Η κεφοβεκίνη απεκκρίνεται κυρίως αμετάβλητη από τα νεφρά. Δέκα και δεκατέσσερις ημέρες μετά τη χορήγηση, οι συγκεντρώσεις στα ούρα ήταν 1,3 mcg /ml και 0,7 mcg /ml, αντίστοιχα. Έπειτα από επανειλημμένες χορηγήσεις στη συνιστώμενη δόση, έχουν παρατηρηθεί υψηλές συγκεντρώσεις κεφοβεκίνης στο πλάσμα.