Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στα αντιβιοτικά κεφαλοσπορίνης ή πενικιλλίνης ή σε κάποιο(α) έκδοχο(α).
Να μην χρησιμοποιείται σε μικρά φυτοφάγα ζώα (συμπεριλαμβανομένων ινδικών χοιριδίων και κουνελιών).
Να μην χρησιμοποιείται σε σκύλους και γάτες ηλικίας κάτω των 8 εβδομάδων.
Έχει αποδειχθεί διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της κεφοβεκίνης και άλλων κεφαλοσπορινών και άλλων β-λακτάμικών αντιβιοτικών. Η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά όταν οι δοκιμές ευαισθησίας έχουν δείξει ανθεκτικότητα σε κεφαλοσπορίνες ή β-λακτάμες, επειδή η αποτελεσματικότητά του μπορεί να μειωθεί.
Η χρήση του προϊόντος πρέπει να βασίζεται σε δοκιμασίες ταυτοποίησης και ευαισθησίας του(των) παθογόνου(ων)στόχου(ων). Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε η θεραπεία πρέπει να βασίζεται σε επιδημιολογικές πληροφορίες και στη γνωστή ευαισθησία των παθογόνωνστόχων σε εθνικό/τοπικό επίπεδο. Η χρήση του προϊόντος πρέπει να είναι σύμφωνη με τις επίσημες εθνικές και τοπικές αντιμικροβιακές πολιτικές.
Ένα αντιβιοτικό με χαμηλότερο κίνδυνο για επιλογή αντοχής στα αντιμικροβιακά (χαμηλότερη κατηγορία AMEG) πρέπει να χρησιμοποιείται ως θεραπεία πρώτης γραμμής, όταν οι δοκιμασίες ευαισθησίας υποδεικνύουν πιθανή αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας προσέγγισης.
Το προϊόν επιλέγει ανθεκτικά στελέχη, όπως βακτήρια που φέρουν β-λακταμάσες ευρέος φάσματος (ESBL), με ενδεχόμενο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία σε περίπτωση διασποράς τέτοιων στελεχών στον άνθρωπο.
Η πρωταρχική απαίτηση της θεραπείας για την περιοδοντική νόσο είναι η μηχανική και/ή χειρουργική επέμβαση από τον κτηνίατρο.
H ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει εκτιμηθεί σε ζώα που πάσχουν από σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία.
Το πυόδερμα συχνά είναι επακόλουθο μιας υποκείμενης νόσου. Για τον λόγο αυτό συνιστάται να προσδιορισθεί η υποκείμενη νόσος και να δοθεί ανάλογη θεραπευτική αγωγή στο ζώο.
Πρέπει να ασκείται προσοχή σε ζώα τα οποία έχουν παρουσιάσει στο παρελθόν αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην κεφοβεκίνη, σε άλλες κεφαλοσπορίνες, πενικιλλίνες, ή σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Αν προκύψει αλλεργική αντίδραση, η χορήγηση της κεφοβεκίνης πρέπει να σταματήσει και να αρχίσει κατάλληλη θεραπεία για υπερευαισθησία στις β-λακτάμες. Σοβαρής μορφής οξείες αντιδράσεις υπερευαισθησίας ενδέχεται να απαιτούν θεραπεία με επινεφρίνη και άλλα έκτακτα μέτρα που συμπεριλαμβάνουν χορήγηση οξυγόνου, ενδοφλέβιων υγρών, ενδοφλέβιων αντιισταμινικών, κορτικοστεροειδών και υποστήριξη των αεραγωγών, όπως ενδείκνυται κλινικά. Οι κτηνίατροι πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι μπορεί να επανεμφανιστούν τα αλλεργικά συμπτώματα όταν η συμπτωματική θεραπεία διακοπεί.
Περιστασιακά, οι κεφαλοσπορίνες έχουν συσχετιστεί με μυελοτοξικότητα, δημιουργώντας έτσι μια τοξική ουδετεροπενία. Άλλες αιματολογικές αντιδράσεις που παρατηρούνται με τις κεφαλοσπορίνες περιλαμβάνουν ουδετεροπενία, αναιμία, υποπροθρομβιναιμία, θρομβοπενία, παρατεταμένο χρόνο προθρομβίνης (PT) και χρόνο μερικής θρομβοπλαστίνης (PTT), δυσλειτουργία αιμοπεταλίων.
Οι πενικιλλίνες και οι κεφαλοσπορίνες μπορεί να προκαλέσουν υπερευαισθησία (αλλεργία) μετά την ενέσιμη χορήγηση, την εισπνοή, την κατάποση ή την επαφή με το δέρμα. Η υπερευαισθησία στις πενικιλλίνες μπορεί να οδηγήσει σε διασταυρούμενη ευαισθησία στις κεφαλοσπορίνες και αντιστρόφως. Οι αλλεργικές αντιδράσεις σε αυτές τις ουσίες σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρές.
Μην χειρίζεστε το προϊόν αυτό αν γνωρίζετε ότι έχετε ευαισθησία σε τέτοιου είδους σκευάσματα ή σας έχει γίνει σχετική σύσταση.
Να χειρίζεστε αυτό το προϊόν με προσοχή για να αποφύγετε την έκθεση, λαμβάνοντας όλες τις συνιστώμενες προφυλάξεις.
Αν αναπτύξετε συμπτώματα μετά από έκθεση στο προϊόν, όπως εξανθήματα δέρματος, πρέπει να αναζητήσετε ιατρική συμβουλή και να επιδείξετε στον ιατρό την προειδοποίηση αυτή. Η εμφάνιση οιδήματος στο πρόσωπο, τα χείλη ή τα μάτια, ή δυσκολίας στην αναπνοή αποτελούν πιο σοβαρά συμπτώματα που απαιτούν επείγουσα ιατρική φροντίδα.
Αν γνωρίζετε ότι είστε αλλεργικοί στις πενικιλλίνες ή τις κεφαλοσπορίνες, αποφύγετε την επαφή με μολυσμένα απόβλητα. Σε περίπτωση επαφής, ξεπλύνετε το δέρμα σας με νερό και σαπούνι.
Δεν ισχύει.
| Πολύ σπάνια (<1 ζώο/10.000 υπό θεραπεία ζώα,
συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων αναφορών): |Αντίδραση στο σημείο της ένεσης, Διαταραχή της πεπτικής οδού (π.χ διάρροια, έμεση, ανορεξία), Αντίδραση υπερευαισθησίας (π.χ αναφυλαξία, κυκλοφορική καταπληξία, δύσπνοια)1, Νευρολογικά σημεία (π.χ αταξία, σπασμοί, επιληπτικές κρίσεις).
1 Θα πρέπει να χορηγηθεί κατάλληλη θεραπεία χωρίς καθυστέρηση.
Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας ή στον τοπικό αντιπρόσωπο του είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε στο φύλλο οδηγιών χρήσης για τα αντίστοιχα στοιχεία επικοινωνίας.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Τα υπό θεραπεία ζώα να μην χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή για 12 εβδομάδες μετά την τελευταία χορήγηση.
Η ταυτόχρονη χρήση άλλων ουσιών που έχουν υψηλό βαθμό πρωτεϊνικής δέσμευσης [π.χ. φουροσεμίδη, κετοκοναζόλη ή μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (NSAIDs)] μπορεί να δράσει ανταγωνιστικά με τη δέσμευση της κεφοβεκίνης, με αποτέλεσμα να προκληθούν ανεπιθύμητα συμβάντα.
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.