Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που πάσχουν από γαστρεντερικές διαταραχές, εντεροπάθεια με απώλεια αίματος ή πρωτεϊνών ή αιμορραγικές διαταραχές.
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις μειωμένης νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας.
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας.
Να μη χρησιμοποιείται σε εγκύες ή θηλάζουσες σκύλες.
Να μη χρησιμοποιείται σε ζώα που προορίζονται για αναπαραγωγή.
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις γνωστής υπερευαισθησίας στις σουλφοναμίδες.
Να μη χρησιμοποιείται σε αφυδατωμένο, ολιγκαιμικό ή υποτασικό ζώο, καθώς υπάρχει πιθανός κίνδυνος αυξημένης νεφρικής τοξικότητας.
Να μη χορηγείται με άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) ή γλυκοκορτικοειδή ταυτόχρονα ή εντός 2 εβδομάδων από την τελευταία χορήγηση αυτού του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος.
Δεδομένου ότι η ασφάλεια του φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί πλήρως σε πολύ νεαρά ζώα, συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση κατά τη θεραπεία νεαρών σκύλων ηλικίας κάτω των 6 μηνών.
Ο ενεργός μεταβολίτης της ενφλικοξίμπης εμφανίζει παρατεταμένη ημίσεια ζωή στο πλάσμα λόγω του χαμηλού ποσοστού αποβολής. Χρησιμοποιήστε αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν υπό αυστηρή κτηνιατρική παρακολούθηση όπου υπάρχει κίνδυνος γαστρεντερικού έλκους ή εάν το ζώο είχε προηγουμένως εμφανίσει δυσανεξία στα ΜΣΑΦ.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αλλεργία) σε ευαισθητοποιημένα άτομα. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στα ΜΣΑΦ πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.
Ορισμένα ΜΣΑΦ μπορεί να είναι επιβλαβή για το αγέννητο παιδί, ειδικά κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να χορηγούν αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν με προσοχή.
Η κατάποση αυτού του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος μπορεί να είναι επιβλαβής, ειδικά για τα παιδιά, και παρατεταμένες φαρμακολογικές επιδράσεις που οδηγούν π.χ. σε γαστρεντερικές διαταραχές μπορεί να παρατηρηθούν. Για να αποφύγετε την κατά λάθος κατάποση, χορηγήστε το δισκίο στον σκύλο αμέσως μετά την αφαίρεση από το blister και μην διαιρείτε ή θρυμματίζετε τα δισκία. Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και δείξτε στον γιατρό το φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα.
Έμετος, μαλακά κόπρανα και/ή διάρροια έχουν αναφερθεί συνήθως σε κλινικές δοκιμές, αλλά οι περισσότερες περιπτώσεις παρήλθαν χωρίς θεραπεία.
Απάθεια, απώλεια όρεξης ή αιμορραγική διάρροια έχουν αναφερθεί σε σπάνιες περιπτώσεις. Έλκος γαστρεντερικού έχει αναφερθεί σε σπάνιες περιπτώσεις.
Αυξημένα επίπεδα ουρίας στο αίμα και χοληστερόλης στον ορό παρατηρήθηκαν σε υγιείς, νεαρούς σκύλους στη συνιστώμενη δόση σε μελέτη ασφαλείας εργαστήριου.
Σε περίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών, η χρήση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος θα πρέπει να διακοπεί και θα πρέπει να εφαρμόζεται γενική υποστηρικτική θεραπεία, όπως και για την κλινική υπερδοσολογία με ΜΣΑΦ, μέχρι την πλήρη υποχώρηση των σημείων. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη διατήρηση της αιμοδυναμικής κατάστασης.
Προστατευτικά του γαστρεντερικού συστήματος και παρεντερικά υγρά, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να απαιτούνται για ζώα που παρουσιάζουν γαστρεντερικές ή νεφρικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Από εργαστηριακές μελέτες σε επίμυες και κουνέλια διαπιστώθηκαν ενδείξεις εμβυοτοξικότητας σε δόσεις τοξικές για τη μητέρα.
Η ασφάλεια αυτού του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης, της γαλουχίας ή της αναπαραγωγής στα είδη-στόχος. Να μη χρησιμοποιηθεί σε εγκύους, θηλάζοντες ή για αναπαραγωγή σκύλους.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων. Όπως και με άλλα ΜΣΑΦ, αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα ΜΣΑΦ ή γλυκοκορτικοειδή.
Τα ζώα θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά εάν αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν χορηγείται ταυτόχρονα με αντιπηκτικό.
Η ενφλικοξίμπη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και μπορεί να ανταγωνιστεί με άλλες ουσίες με υψηλό βαθμό δέσμευσης, έτσι ώστε η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε τοξικές επιδράσεις.
Η θεραπεία που έχει προηγηθεί με άλλες αντιφλεγμονώδεις ουσίες μπορεί να οδηγήσει σε επιπρόσθετες ή αυξημένες ανεπιθύμητες ενέργειες. Για να αποφύγετε τέτοιες ανεπιθύμητες ενέργειες όταν αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν πρόκειται να χορηγηθεί σε αντικατάσταση με άλλο ΜΣΑΦ, διασφαλίστε την κατάλληλη περίοδο χωρίς θεραπεία πριν από τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Ωστόσο, η περίοδος χωρίς θεραπεία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φαρμακολογία των φαρμακευτικών προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως.
Θα πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη χορήγηση δυνητικά νεφροτοξικών κτηνιατρικών φαρμάκων.
Δεν ισχύει.