Κωδικός ATCvet: QJ01FA92
Η τρυγική τυλβαλοσίνη είναι ένα μακρολιδικό αντιβιοτικό που έχει αντιβακτηριακή δράση εναντίον Gram θετικών, μερικών Gram αρνητικών μικροοργανισμών και του μυκοπλάσματος. Δρα αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση του βακτηριακού κυττάρου.
Τα μακρολιδικά αντιβιοτικά είναι μεταβολίτες ή ημισυνθετικά παράγωγα των μεταβολιτών οργανισμών του εδάφους που προέρχονται από ζύμωση. Έχουν διαφορετικά μεγέθη λακτονικών δακτυλίων και έχουν χαρακτήρα βάσης, λόγω της διμεθυλαμινικής ομάδας. Η τυλβαλοσίνη έχει ένα δεκαεξαμελή δακτύλιο.
Οι μακρολίδες παρεμβαίνουν στην πρωτεϊνική σύνθεση μέσω αναστρέψιμης σύνδεσης με την 50S ριβοσωματική υπομονάδα. Συνδέονται με την πλευρά του δότη και εμποδίζουν την μετάθεση που είναι απαραίτητη για την αύξηση της πεπτιδικής αλύσου. Η δράση τους ουσιαστικά περιορίζεται στους ταχέως διαιρούμενους οργανισμούς. Οι μακρολίδες γενικώς θεωρούνται βακτηριοστατικές και μυκοπλασμοστατικές.
Θεωρείται ότι υπάρχουν πολλαπλοί μηχανισμοί υπεύθυνοι για την ανάπτυξη αντοχής σε μακρολιδικές ενώσεις, συγκεκριμένα, αλλαγή της ριβοσωματικής θέσης-στόχου, χρήση των μηχανισμών της ενεργητικής αποβολής και παραγωγή ενζύμων αδρανοποίησης.
Αντοχή στην τυλβαλοσίνη από Mycoplasma hyopneumoniae και Lawsonia intracellularis δεν έχει αναφερθεί ούτε έχει βρεθεί στο πεδίο εφαρμογής μέχρι σήμερα. Δεν έχει διαπιστωθεί όριο ευαισθησίας για τα Brachyspira hyodysenteriae.
Γενικά, τα στελέχη του B. hyodysenteriae έχουν υψηλότερες τιμές MIC σε περιπτώσεις αντοχής στις άλλες μακρολίδες όπως η τυλοσίνη. Δεν έχει ερευνηθεί πλήρως η κλινική σχετικότητα αυτής της μειωμένης ευαισθησίας. Η διασταυρούμενη αντοχή μεταξύ της τυλβαλοσίνης και των άλλων μακρολιδών δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Εκτός από τις αντιμικροβιακές ιδιότητές τους, έχουν περιγραφεί ανοσοτροποποιητικές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις για ορισμένες μακρολίδες σε πειραματικές μελέτες. Η τυλβαλοσίνη έχει καταδειχθεί ότι επάγει την απόπτωση των ουδετερόφιλων και των μακροφάγων των χοίρων, προάγει την εφεροκυττάρωση και αναστέλλει την παραγωγή των προ-φλεγμονωδών CXCL-8, IL1α και LTB4, ενώ επάγει την απελευθέρωση λιποξίνης A4 και ρεζολβίνης D1 που προάγουν την υποχώρηση της φλεγμονής in vitro.
Η τρυγική τυλβαλοσίνη απορροφάται ταχέως μετά την από του στόματος χορήγηση του Aivlosin.
Μετά τη χορήγηση της συνιστώμενης δόσης, βρέθηκαν συγκεντρώσεις στους πνεύμονες της τάξης του 0,060-0,066g/ml στις 2 και στις 12 ώρες μετά τη θεραπεία. Η μητρική ουσία κατανέμεται ευρέως στους ιστούς με υψηλότερες συγκεντρώσεις στους πνεύμονες, τη χολή, τον εντερικό βλεννογόνο, το σπλήνα, τους νεφρούς και το ήπαρ.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η συγκέντρωση των μακρολιδώνν είναι υψηλότερη στο σημείο της λοίμωξης από ότι στο πλάσμα του αίματος, ιδιαίτερα στα ουδετερόφιλα, τα κυψελιδικά μακροφάγα και τα κυψελιδικά επιθηλιακά κύτταρα.
In vitro μελέτες του μεταβολισμού έχουν επιβεβαιώσει ότι η μητρική ουσία μεταβολίζεται ταχέως σε 3- Ο - ακετυλοτυλοσίνη. Σε δοκιμή όπου χορηγήθηκε σημασμένη με 14C Aivlosin σε χοίρους σε δοσολογία 2,125 mg/kg για 7 ημέρες, πάνω από το 70% της δόσης αποβλήθηκε με τα κόπρανα ενώ η αποβολή με τα ούρα αντιστοιχεί στο 3 ως 4% της δόσης.