Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ψυχοληπτικά, υπνωτικά και κατασταλτικά
Κωδικός ATCvet: QN05CM99
Η μεδετομιδίνη είναι ένας ισχυρός και εκλεκτικός α-2 αγωνιστής των αδρενεργικών υποδοχέων, που αναστέλλει την απελευθέρωση της νοραδρεναλίνης από τους νοραδρενεργικούς νευρώνες και οδηγεί σε καταστολή και αναλγησία. Η διάρκεια και το βάθος αυτών των επιδράσεων είναι δοσοεξαρτώµενα. Η μεδετομιδίνη είναι ένα ρακεμικό μείγμα που περιέχει το δραστικό εναντιομερές δεξµεντετοµιδίνη και το ανενεργό εναντιομερές λεβομεδετομιδίνη. Εντός του κεντρικού νευρικού συστήματος, η συμπαθητική νευροδιαβίβαση εμποδίζεται και το επίπεδο της συνείδησης μειώνεται. Ο αναπνευστικός ρυθμός και η θερμοκρασία του σώματος μπορεί επίσης να μειωθούν. Περιφερικά, η μεδετομιδίνη διεγείρει τους α-2 αδρενεργικούς υποδοχείς στους λείους μυς των αγγείων, γεγονός που προκαλεί αγγειοσυστολή και υπέρταση, με αποτέλεσμα τη μείωση του καρδιακού ρυθμού και της καρδιακής παροχής. Η δεξµεντετοµιδίνη προκαλεί επίσης ορισμένες άλλες επιδράσεις που οφείλονται στη δράση των α-2 αδρενεργικών υποδοχέων και οι οποίες περιλαμβάνουν ανόρθωση τριχών, καταστολή των κινητικών και εκκριτικών λειτουργιών της γαστρεντερικής οδού, διούρηση και υπεργλυκαιµία.
Το vatinoxan είναι ένας περιεκλεκτικός ανταγωνιστής των α-2 αδρενεργικών υποδοχέων που διεισδύει ανεπαρκώς στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το vatinoxan χορηγείται ως το δραστικό (RS) διαστερεομερές. Περιορίζοντας τη δράση της δεξµεντετοµιδίνης στα περιφερικά συστήματα οργάνων, το vatinoxan προλαμβάνει ή εξασθενεί τις καρδιαγγειακές και άλλες επιδράσεις της δεξµεντετοµιδίνης εκτός του κεντρικού νευρικού συστήματος, όταν χορηγείται ταυτόχρονα µε τον α2 αγωνιστή των δρενεργικών υποδοχέων. Οι κεντρικές επιδράσεις της δεξµεντετοµιδίνης παραµένουν αµετάβλητες, παρόλο που το vatinoxan θα µειώσει τη διάρκεια της καταστολής και της αναλγησίας που προκαλεί η δεξµεντετοµιδίνη, κυρίως αυξάνοντας την κάθαρση της δεξµεντετοµιδίνης µέσω της βελτίωσης της καρδιαγγειακής λειτουργίας. Το vatinoxan διεγείρει την απελευθέρωση ινσουλίνης και εξουδετερώνει τις υπεργλυκαιμικές επιδράσεις της μεδετομιδίνης.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος εξετάστηκε σε μια πολυκεντρική κλινική μελέτη, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν 223 σκύλοι ιδιοκτητών. Οι σκύλοι που χρειάστηκαν μη επεμβατική, μη επώδυνη ή ελαφρώς επώδυνη διαδικασία ή εξέταση υποβλήθηκαν σε θεραπεία είτε με τη συνιστώμενη δόση του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος (ομάδα δοκιμής) είτε με τη δεξμεντετομιδίνη (ομάδα ελέγχου). Οι σχετικές διαδικασίες περιλαμβάνουν: ακτινογραφική εξέταση ή διαγνωστική απεικόνιση, ωτορινολαρυγγολογική εξέταση και θεραπεία, οφθαλμολογική εξέταση και θεραπεία, θεραπεία πρωκτικού σάκου, δερματολογική εξέταση και διαδικασίες, ορθοπεδική εξέταση, οδοντική εξέταση και βιοψία, βιοψία με αναρρόφηση δια λεπτής βελόνης/επιφανειακή βιοψία, ύγρωμα παροχέτευσης ή απόστημα, αφαίρεση όνυχα, περιποίηση τριχώματος και λήψη φλεβικού αίματος. Εκατόν δέκα σκύλοι έλαβαν το υπό δοκιμή προϊόν. Στην ομάδα αυτή, η καταστολή για την εκτέλεση της επέμβασης παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο σε 14 λεπτά. Αν και η διάρκεια της κλινικά ωφέλιμης καταστολής ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των ζώων και της προβλεπόμενης επέμβασης, το 73% των περιστατικών της ομάδας δοκιμής είχαν διάρκεια καταστολής τουλάχιστον 30 λεπτών και η επέμβαση ολοκληρώθηκε επιτυχώς στο 94,5% των περιστατικών. Ο μέσος καρδιακός ρυθμός της ομάδας δοκιμής παρέμεινε πάντα εντός του φυσιολογικού εύρους (60–140 παλμοί ανά λεπτό) μετά τη θεραπεία. Ωστόσο, 22% των σκύλων εκδήλωσαν ταχυκαρδία σε κάποιο χρονικό σημείο μετά τη θεραπεία (εύρος 140–240 παλμοί ανά λεπτό). Στην ομάδα ελέγχου που έλαβε θεραπεία με δεξμεντετομιδίνη, ο μέσος χρόνος για την έναρξη της καταστολής ήταν 18 λεπτά και η καταστολή διήρκεσε τουλάχιστον 30 λεπτά στο 80% των σκύλων. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με επιτυχία στο 90,1% των περιστατικών της ομάδας ελέγχου.
Μετά από ενδομυϊκή χορήγηση ενός πιλοτικού σκευάσματος μεδετομιδίνης (1 mg/m²) + vatinoxan (30 mg/m²), τόσο η μεδετομιδίνη όσο και το vatinoxan απορροφήθηκαν ταχέως και σε μεγάλο βαθμό από το σημείο της ένεσης. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα επιτεύχθηκε στα 12,6 ± 4,7 λεπτά (μέση τιμή ± τυπική απόκλιση) και στα 17,5 ± 7,4 λεπτά για τη δεξμεντετομιδίνη (το δραστικό εναντιομερές της μεδετομιδίνης) και το vatinoxan, αντίστοιχα. Το vatinoxan αύξησε τον όγκο κατανομής και την κάθαρση της δεξµεντετοµιδίνης. Ως εκ τούτου, η κάθαρση της δεξµεντετοµιδίνης αυξήθηκε δύο φορές όταν χορηγήθηκε σε συνδυασµό µε vatinoxan. Οι ίδιες επιδράσεις παρατηρήθηκαν και με την ενδοφλέβια χορήγηση.
Οι συγκεντρώσεις της δεξµεντετοµιδίνης και του vatinoxan στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) µετρήθηκαν µετά την ενδοφλέβια χορήγηση του τελικού σκευάσματος του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Μη δεσμευμένο κλάσμα πλάσματος: Η αναλογία ΕΝΥ ήταν περίπου 50:1 για το vatinoxan και 1:1 για τη δεξµεντετοµιδίνη.
Η δέσμευση της μεδετομιδίνης στις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι υψηλή (85–90%). Η μεδετομιδίνη οξειδώνεται κυρίως στο ήπαρ, μια μικρότερη ποσότητα υφίσταται μεθυλίωση στους νεφρούς και η απέκκριση γίνεται κυρίως μέσω των ούρων. Η δέσμευση του vatinoxan στις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι περίπου 70%. Στο κεντρικό νευρικό σύστημα ανιχνεύονται χαμηλά επίπεδα. Το vatinoxan μεταβολίζεται σε πολύ περιορισμένο βαθμό στον σκύλο. Μόνο μια μικρή ποσότητα (< 5%) του vatinoxan έχει διαπιστωθεί ότι απεκκρίνεται μέσω των ούρων. Αυτό υποδεικνύει ότι το vatinoxan κατά πάσα πιθανότητα αποβάλλεται με τα κόπρανα, αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν.