Κωδικός ATCvet: QS02CA91
Το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν είναι ένας σταθερός συνδυασμός τριών δραστικών ουσιών (κορτικοστεροειδές, αντιμυκητιασικό και αντιβιοτικό).
Η φουροϊκή μομεταζόνη είναι ένα κορτικοστεροειδές με μεγάλη δραστικότητα. Όπως και άλλα κορτικοστεροειδή, έχει αντιφλεγμονώδεις και αντικνησμώδεις ιδιότητες.
Η υδροχλωρική τερβιναφίνη είναι μια αλλυλαμίνη με έντονη μυκητοκτόνο δράση. Αναστέλλει εκλεκτικά την πρώιμη σύνθεση της εργοστερόλης, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό της μεμβράνης ζυμομυκήτων και μυκήτων, συμπεριλαμβανομένης της Malassezia pachydermatis (MIC90 1 μg/ml).
Η υδροχλωρική τερβιναφίνη έχει διαφορετικό τρόπο δράσης από τα αντιμυκητιασικά αζόλης, επομένως δεν υπάρχει διασταυρούμενη αντοχή με αντιμυκητιασικά της ομάδας των αζόλων.
Μειωμένη ευαισθησία in vitro στην τερβιναφίνη έχει αναφερθεί για στελέχη της Malassezia pachydermatis που σχηματίζουν βιοφίλμ.
Η φλορφενικόλη είναι ένα βακτηριοστατικό αντιβιοτικό που δρα αναστέλλοντας τη σύνθεση πρωτεϊνών μέσω δέσμευσης και δράσης επί της 50S ριβοσωμικής υπομονάδας βακτηρίων. Το φάσμα δράσης της περιλαμβάνει θετικά κατά Gram και αρνητικά κατά Gram βακτήρια, συμπεριλαμβανομένου του Staphylococcus pseudintermedius (MIC90 2 μg/ml). Η in vitro δράση της φλορφενικόλης έναντι των Pseudomonas spp. είναι χαμηλή (MIC90 > 128 μg/ml).
Τα γονίδια ανθεκτικότητας στη χλωρφαινικόλη που ανιχνεύονται στους σταφυλόκοκκους περιλαμβάνουν τα cfr και fexA. Το Cfr τροποποιεί το RNA στη θέση πρόσδεσης του φαρμάκου (προκαλώντας μειωμένη συγγένεια με χλωραμφενικόλη, φλωρφαινικόλη και κλινδαμυκίνη) και το γονίδιο cfr μπορεί να υπάρχει σε πλασμίδια ή άλλα μεταδοτικά στοιχεία. Ο FexA κωδικοποιεί ένα σύστημα εκροής που σχετίζεται με τη μεμβράνη (επηρεάζει την εκροή φλωρφαινικόλης και χλωραμφενικόλης) και βρίσκεται στα χρωμοσώματα καθώς και στα πλασμίδια.
Η συστηματική απορρόφηση των τριών δραστικών ουσιών προσδιορίστηκε μετά από μία μόνο συγχορήγηση στον ακουστικό πόρο υγιών σκύλων beagle. Οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (Cmax) ήταν χαμηλές με 1,73 ng/ml Φλορφενικόλη, 0,35 ng/ml φουροϊκή μομεταζόνη και 7,83 ng/ml τερβιναφίνη HCl και φθάσαν στο tmax 24 ώρες, 0,5 ώρες και 20 ώρες μετά την αγωγή, αντίστοιχα.
Ο βαθμός της διαδερμικής απορρόφησης των φαρμάκων τοπικής εφαρμογής προσδιορίζεται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένου την ακεραιότητα του επιδερμικού φραγμού. Η φλεγμονή μπορεί να αυξήσει τη διαδερμική απορρόφηση των κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων στο δέρμα δίπλα στο εξωτερικό στόμιο του ακουστικού πόρου.