Να μην χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας.
Να μην χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αφυδάτωσης, υπογκαιμίας ή υπότασης.
Να μην χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με άλλα διουρητικά της αγκύλης.
Να μην χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Η αρχική δόση/δόση συντήρησης μπορεί να αυξηθεί προσωρινά όταν το πνευμονικό οίδημα καταστεί περισσότερο σοβαρό, δηλ. καταστεί κυψελιδικό οίδημα (βλ. κεφάλαιο 3.9).
Σε σκύλους με οξύ πνευμονικό οίδημα που απαιτεί επείγουσα θεραπεία, θεωρείται απαραίτητη πρώτα η χρήση ενέσιμων φαρμακευτικών προϊόντων, πριν την έναρξη διουρητικής θεραπείας από το στόμα. Η νεφρική λειτουργία (μέτρηση ουρίας και κρεατινίνης αίματος, καθώς επίσης και των πρωτεϊνών ούρου: λόγος κρεατινίνης UPC), το επίπεδο ενυδάτωσης και των ηλεκτρολυτών ορού θα πρέπει να ελέγχονται πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας σε πολύ τακτά διαστήματα σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο (βλ. κεφάλαια 3.3 και 3.6 της ΠΧΠ). Η διουρητική απόκριση στην τορασεμίδη μπορεί να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου μετά από επαναλαμβανόμενη δοσολογία, ιδιαίτερα με δόσεις μεγαλύτερες των 0,2 mg/kg/ημέρα, επομένως πρέπει να υπάρχει πιο συχνή παρακολούθηση.
Η τορασεμίδη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε περιπτώσεις σακχαρώδη διαβήτη. Η παρακολούθηση της γλυκόζης στα διαβητικά ζώα συνιστάται πριν και κατά την αγωγή. Σε σκύλους η προϋπάρχουσα ανισορροπία ηλεκτρολυτών και/ή νερού, θα πρέπει να διορθωθεί πριν τη θεραπεία με τορασεμίδη.
Καθώς η τορασεμίδη αυξάνει το αίσθημα της δίψας, θα πρέπει οι σκύλοι να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε φρέσκο νερό.
Σε περίπτωση απώλειας της όρεξης και/ή εμέτου και/ή λήθαργου ή σε περίπτωση προσαρμογής της αγωγής, πρέπει να αξιολογείται η νεφρική λειτουργία (ουρία και κρεατινίνη αίματος όπως επίσης και πρωτεΐνες ούρου: λόγος κρεατινίνης –UPC-).
Σε μια κλινική μελέτη πεδίου, η αποτελεσματικότητα του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος αποδείχθηκε όταν χρησιμοποιήθηκε ως θεραπεία πρώτης γραμμής. Η αλλαγή θεραπείας από ένα άλλο διουρητικό της αγκύλης σε αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν έχει αξιολογηθεί και μια τέτοια αλλαγή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο βασισμένη στην εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αξιολογηθεί σε σκύλους βάρους μικρότερου των 2,5 kg. Σε αυτά τα ζώα να χρησιμοποιείται μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Τα μασώμενα δισκία είναι εύγευστα.
Φυλάσσετε τα δισκία σε θέση που δεν προσεγγίζουν τα ζώα για την αποφυγή τυχαίας κατάποσης.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν εάν καταποθεί μπορεί να προκαλέσει αυξημένη διούρηση, δίψα και/ή γαστρεντερικές διαταραχές και/ή υπόταση και/ή αφυδάτωση. Τα τμήματα των χρησιμοποιημένων δισκίων να φυλάσσονται στην κυψέλη και η κυψέλη στο κουτί, ώστε να αποφευχθεί η πρόσβαση από παιδί. Σε περίπτωση τυχαίας κατάποσης, ιδιαίτερα από παιδί, αναζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και δείξτε στο γιατρό το φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αλλεργία) σε άτομα που είναι ευαισθητοποιημένα στην τορασεμίδη. Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στην τορασεμίδη, τις σουλφοναμίδες ή σε κάποιο από τα έκδοχα πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Εάν παρατηρηθούν συμπτώματα αλλεργίας, αναζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή και δείξτε στο γιατρό το φύλλο οδηγιών χρήσης ή την ετικέτα.
Πλύνετε τα χέρια μετά τη χρήση.
Δεν ισχύει.
Πολύ συχνά (>1 ζώο / 10 υπό θεραπεία ζώα) | Νεφρική ανεπάρκεια Αύξηση των νεφρικών παραμέτρων του αίματος Διαταραχή των επιπέδων των ηλεκτρολυτών1 Αιμοσυμπύκνωση |
Συχνά (1 έως 10 ζώα / 100 υπό θεραπεία ζώα) | Γαστρεντερικά συμπτώματα2 (π.χ. έμετος, διάρροια) Πολυουρία, Ακράτεια ούρου Ανορεξία, Αφυδάτωση, Απώλεια βάρους, Λήθαργος, Πολυδιψία |
Απροσδιόριστη συχνότητα (δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τα διαθέσιμα δεδομένα) | Ξηρότητα του στοματικού βλεννογόνου3, Αλκαλικό pH ούρου3, Μείωση του ειδικού βάρους του ούρου3, Αύξηση των συγκεντρώσεων της γλυκόζης και αλδοστερόνης ορού3 (αναστρέψιμη) |
1 Μεταβολές στα επίπεδα χλωρίου, νατρίου, καλίου, φωσφόρου, μαγνησίου και ασβεστίου.
2 Τα συμπτώματα αυτά παρατηρούνται ως επεισόδια.
3 Επιδράσεις συμβατές με τη φαρμακολογική δράση της τορασεμίδης παρατηρήθηκαν σε υγιείς σκύλους στη συνιστώμενη δόση.
Η αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της ασφάλειας ενός κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος. Οι αναφορές πρέπει να αποστέλλονται, κατά προτίμηση μέσω κτηνιάτρου, είτε στον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας, είτε στην εθνική αρμόδια αρχή μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς. Ανατρέξτε επίσης στο φύλλο οδηγιών χρήσης για τα αντίστοιχα στοιχεία επικοινωνίας.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί σε σκύλους κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Δεν συνιστάται η χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης, της γαλουχίας και σε ζώα αναπαραγωγής.
Εργαστηριακές μελέτες σε επίμυες και κουνέλια έδειξαν εμβρυοτοξικότητα σε δόσεις τοξικές για τη μητέρα.
Η συγχορήγηση διουρητικών της αγκύλης και ΜΣΑΦ μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη νατριουρητική απόκριση.
Ταυτόχρονη χορήγηση με ΜΣΑΦ, αμινογλυκοσίδες ή κεφαλοσπορίνες μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας και/ή ωτοτοξικότητας αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων. Η τορασεμίδη μπορεί να ανταγωνίζεται τη δράση των χορηγούμενων από το στόμα υπογλυκαιμικών παραγόντων.
Η τορασεμίδη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αλλεργίας στις σουλφοναμίδες.
Σε περιπτώσεις συγχορήγησης με κορτικοστεροειδή, η καλιουρητική δράση μπορεί να ενισχυθεί.
Σε περιπτώσεις συγχορήγησης με αμφοτερικίνη Β, μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της δυνητικής νεφροτοξικότητας και επίταση της ανισορροπίας των ηλεκτρολυτών.
Δεν έχουν αναφερθεί φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις μετά από συγχορήγηση τορασεμίδης με διγοξίνη, ωστόσο η υποκαλιαιμία μπορεί να ενισχύσει τις αρρυθμίες που προκαλούνται από τη διγοξίνη.
Η τορασεμίδη μπορεί να περιορίσει τη νεφρική απέκκριση των σαλικυλικών, οδηγώντας σε αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας.
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση τορασεμίδης με άλλα φάρμακα υψηλής δέσμευσης από τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Αφού η πρωτεϊνική δέσμευση διευκολύνει τη νεφρική έκκριση της τορασεμίδης, η μείωση στη δέσμευση οφειλόμενη σε εκτόπιση από άλλο φάρμακο μπορεί να προκαλέσει διουρητική αντίσταση.
Ταυτόχρονη χορήγηση τορασεμίδης με άλλες ουσίες που μεταβολίζονται από τις ομάδες 3Α4 (π.χ.: εναλαπρίλη, βουπρενορφίνη, δοξυκυκλίνη, κυκλοσπορίνη) και 2Ε1 (ισοφλουράνιο, σεβοφλουράνιο, θεοφυλλίνη) του κυτοχρώματος Ρ450 μπορεί να μειώσει την κάθαρσή τους από τη συστημική κυκλοφορία.
Η δράση των ατιυπερτασικών κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων, ειδικά των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (αναστολείς ΜΕΑ), μπορεί να ενισχυθεί όταν συγχορηγούνται με τορασεμίδη.
Δεν ισχύει.