Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: αντιβακτηριακοί παράγοντες για συστημική χρήση, κεφαλοσπορίνες τέταρτης γενιάς
Κτηνιατρικός κωδικός ATC: QJ01DE90
Το αντιβακτηριακό φάρμακο κεφκινόμη είναι μια ευρέος φάσματος κεφαλοσπορίνη τέταρτης γενιάς που δρα μέσω της αναστολής της σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώματος. Είναι βακτηριοκτόνο και χαρακτηρίζεται από το ευρύ θεραπευτικό της φάσμα δράσης και την υψηλή σταθερότητα έναντι των πενικιλινασών και των βήτα λακταμασών.
Η in vitro δράση έχει αποδειχθεί κατά των κοινών Gram θετικών και Gram αρνητικών βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένων στελεχών βοοειδών Pasteurella multocida, Mannheimia haemolytica, Escherichia coli, και αναεροβίων (Bacteroides spp., Fusobacterium spp.), καθώς και κατά στελεχών χοίρων Streptococcus spp., Staphylococcus spp., Pasteurella multocida, Haemophilus parasuis, Actinobacillus pleuropneumoniae και Escherichia coli.
Σύμφωνα με δεδομένα ευαισθησίας από ευρωπαϊκές χώρες για βακτήρια απομονωμένα κατά την περίοδο 2004-2011, στελέχη βοοειδών Pasteurella multocida, Mannheimia haemolytica και μη εντερικά στελέχη Escherichia coli, καθώς και στελέχη χοίρων Pasteurella multocida, Actinobacillus pleuropneumoniae, Haemophilus parasuis, Streptococcus suis και Escherichia coli βρέθηκαν να είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στην κεφκινόμη (MIC90 ≤ 0.25 µg/ml). Στελέχη χοίρων β-αιμολυτικό Streptococci (MIC90 = 1 µg/ml), Staphylococcus hyicus (MIC90 = 1 µg/ml) και Staphylococcus aureus (MIC90 = 4 µg/ml) έδειξαν μέτρια ευαισθησία.
Ως κεφαλοσπορίνη τέταρτης γενιάς, η κεφκινόμη συνδυάζει υψηλή κυτταρική διείσδυση και σταθερότητα έναντι της ß λακταμάσης. Σε αντίθεση με τις κεφαλοσπορίνες προηγούμενων γενεών, η κεφκινόμη δεν υδρολύεται από χρωμοσωμικά κωδικοποιημένες κεφαλοσπορινάσες τύπου Amp-C ή από πλασμιδιακές κεφαλοσπορινάσες ορισμένων εντεροβακτηριακών ειδών. Ωστόσο, ορισμένες βήτα λακταμάσες ευρέος φάσματος (ESBL) μπορούν να υδρολύσουν την κεφκινόμη και κεφαλοσπορίνες άλλων γενεών. Η πιθανότητα ανάπτυξης ανθεκτικότητας στην κεφκινόμη είναι μάλλον περιορισμένη.
Υψηλού επιπέδου αντίσταση στην κεφκινόμη θα απαιτούσε τη συνύπαρξη δύο γενετικών τροποποιήσεων, δηλ. την υπερπαραγωγή ειδικών ß λακταμασών, καθώς και τον περιορισμό της διαπερατότητας της μεμβράνης.
Στα βοοειδή, οι μέγιστες συγκεντρώσεις ορού της τάξης των 2 µg/ml επιτυγχάνονται εντός 1,5-2 ωρών ύστερα από ενδομυική χορήγηση δόσης 1 mg/kg. Η κεφκινόμη έχει σχετικά σύντομη τελική ημιζωή (2,5 ώρες), συνδέεται με πρωτεΐνες σε ποσοστό < 5% και αποβάλλεται αμετάβλητη στα ούρα. Σε χοίρους ή χοιρίδια, με δοσολογία 2 mg/kg, οι μέγιστες συγκεντρώσεις ορού της τάξης των 5 µg/ml προσδιορίζονται εντός 15 έως 60 λεπτών ύστερα από ενδομυική ένεση. Η μέση ημιζωή της κεφκινόμης στα χοιρίδια είναι περίπου 1,6-2,5 ώρες ύστερα από ενδομυική ένεση.
Η κεφκινόμη συνδέεται ανεπαρκώς με πρωτεΐνες του πλάσματος και συνεπώς διεισδύει στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF) και στο αρθρικό υγρό στους χοίρους. Το προφίλ συγκέντρωσης είναι παρόμοιο στο αρθρικό υγρό και στο πλάσμα. Οι συγκεντρώσεις που επιτυγχάνονται στο CSF 12 ώρες μετά τη χορήγηση, είναι παρόμοιες με εκείνες του πλάσματος.