Μη χρησιμοποιείτε σε περιπτώσεις γνωστής υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό, σε άλλες κεφαλοσπορίνες, σε άλλες ουσίες της ομάδας β-lactam ή σε κάποιο από τα έκδοχα. Μη χρησιμοποιείτε σε γνωστές περιπτώσεις αντίστασης στις κεφαλοσπορίνες ή τις πενικιλλίνες.
Μη χρησιμοποιείτε σε κουνέλια, ινδικά χοιρίδια, κρικητούς (χάμστερ) και γερβίλους.
Καμία.
Η ανάγκη για συστημικά αντιβιοτικά σε σύγκριση με εναλλακτικές λύσεις που δεν περιλαμβάνουν αντιβιοτικά για τη θεραπεία του πυοδέρματος επιπολής πρέπει να εξετάζεται με πολλή προσοχή από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά που απεκκρίνονται κυρίως μέσω των νεφρών, ενδέχεται να παρατηρηθεί συστημική συσσώρευση στο σώμα όταν η νεφρική λειτουργία είναι ανεπαρκής.
Σε περίπτωση γνωστής νεφρικής ανεπάρκειας, η δόση πρέπει να μειώνεται και δεν πρέπει να συγχορηγούνται αντιμικροβιακά που είναι γνωστά για νεφροτοξικότητα. Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τη θεραπεία κουταβιών με σωματικό βάρος κάτω του 1 kg.
Η χρήση του προϊόντος πρέπει να βασίζεται στη δοκιμή ευαισθησίας των βακτηρίων που απομονώνονται από το ζώο. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, η θεραπεία πρέπει να βασίζεται σε τοπικά (περιφερειακά, επίπεδο μονάδας) επιδημιολογικά δεδομένα για την ευαισθησία των βακτηρίων στόχων.
Χρήση του προϊόντος που παρεκκλίνει από τις οδηγίες που παρέχονται στην Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος μπορεί να αυξήσουν τον επιπολασμό των βακτηρίων που είναι ανθεκτικά στην κεφαλεξίνη και ενδέχεται να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με άλλες κεφαλοσπορίνες και πενικιλλίνες λόγω της πιθανότητας διασταυρούμενης αντοχής.
Επίσημες, εθνικές και περιφερειακές αντιμικροβιακές πολιτικές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη χρήση του προϊόντος.
Το Pseudomonas aeruginosa είναι γνωστό για εγγενή (ή φυσική) αντίσταση στην κεφαλεξίνη.
Τα δισκία είναι εύγευστα (λόγω παρουσίας σκόνης χοιρινού ήπατος). Για αποφυγή τυχαίας κατάποσης, φυλάσσετε τα δισκία σε θέση την οποία δεν προσεγγίζουν τα ζώα.
Οι πενικιλλίνες και οι κεφαλοσπορίνες ενδέχεται να προκαλέσουν υπερευαισθησία (αλλεργία) μετά από ένεση, εισπνοή, κατάποση ή επαφή με το δέρμα. Η υπερευαισθησία στις πενικιλλίνες μπορεί να οδηγήσει σε διασταυρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στην κεφαλοσπορίνη και αντιστρόφως. Οι αλλεργικές αντιδράσεις σ' αυτές τις ουσίες ενδέχεται να είναι ενίοτε σοβαρές.
Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί υπερευαισθησία.
Σε περιπτώσεις αντιδράσεων υπερευαισθησίας η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ναυτία, έμετος ή/και διάρροια έχουν παρατηρηθεί σε ορισμένους σκύλους μετά τη χορήγηση.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει διαπιστωθεί σε θηλυκούς σκύλους κατά την κύηση ή τη γαλουχία.
Εργαστηριακές μελέτες δεν έδειξαν τερατογόνο δράση σε μύες (έως 400 mg κεφαλεξίνη/kg σβ/ημέρα) και επίμυες (έως 1.200 mg κεφαλεξίνη/kg σβ/ημέρα). Στους μύες παρατηρήθηκαν επιδράσεις στη μητέρα και εμβρυοτοξικότητα από την μικρότερη εξεταζόμενη δόση (100 mg κεφαλεξίνη/kg σβ/ημέρα). Στους επίμυες, υπάρχει ένδειξη εμβρυοτοξικότητας σε δόση 500 mg κεφαλεξίνη/kg σβ/ημέρα και επιδράσεις στη μητέρα από την μικρότερη εξεταζόμενη δόση (300 mg κεφαλεξίνη/kg σβ/ημέρα).
Χρησιμοποιήστε μόνο σύμφωνα με την αξιολόγηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, το κτηνιατρικό προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με βακτηριοστατικά αντιβιοτικά. Η ταυτόχρονη χρήση κεφαλοσπορινών πρώτης γενιάς με αντιβιοτικά αμινογλυκοσίδης ή ορισμένα διουρητικά όπως η φουροσεμίδη μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας.
Η ταυτόχρονη χρήση με αυτού του είδους δραστικές ουσίες πρέπει να αποφεύγεται.
Δεν εφαρμόζεται.