Βιβλιογραφική αναφορά: SPASMIUM COMPOSITUM Ενέσιμο διάλυμα για ίππους, βοοειδή, χοίρους και σκύλους

Αντενδείξεις

Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις γνωστής υπερευαισθησίας στα δραστικά συστατικά ή σε κάποιο από τα έκδοχα.

Να μη χρησιμοποιείται σε περίπτωση:

  • εξέλκωσης του γαστρεντερικού
  • χρόνιων γαστρεντερικών διαταραχών
  • μηχανικών στενώσεων του γαστρεντερικού συστήματος
  • παραλυτικού ειλεού στους ίππους
  • διαταραχών του αιματοποιητικού συστήματος
  • διαταραχών της πήξης του αίματος
  • νεφρικής ανεπάρκειας
  • ταχυαρρυθμιών
  • γλαυκώματος
  • αδενώματος του προστάτη.

Ειδικές προειδοποιήσεις

Καμία.

Ειδικές προφυλάξεις κατά τη χρήση

Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση σε ζώα

Λόγω του κινδύνου αναφυλακτικού σοκ, τα διαλύματα που περιέχουν μεταμιζόλη θα πρέπει να χορηγούνται αργά επί ενδοφλέβιας χορήγησης.

Ιδιαίτερες προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται από το άτομο που χορηγεί το φαρμακευτικό προϊόν σε ζώα

Σε πολύ μικρό αριθμό ατόμων, η μεταμιζόλη μπορεί να προκαλέσει αναστρέψιμη, αλλά δυνητικά σοβαρή ακοκκιοκυτταραιμία και άλλες αντιδράσεις, όπως αλλεργία του δέρματος. Προσέχετε ώστε να αποφύγετε την αυτοένεση.

Σε περίπτωση τυχαίας αυτoένεσης, να αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.

Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στη μεταμιζόλη ή στη βουτυλοβρωμιούχο υοσκίνη πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Αποφύγετε τη χρήση του προϊόντος, αν έχετε γνωστή ευαισθησία στις πυραζολόνες ή αν έχετε ευαισθησία στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Σε περίπτωση εκτίναξης του προϊόντος στο δέρμα και στα μάτια, ξεπλύνετε αμέσως με νερό.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Στους ίππους και τα βοοειδή, ορισμένες φορές μπορεί να παρατηρηθεί ελαφριά αύξηση της καρδιακής συχνότητας λόγω της παρασυμπαθολυτικής δράσης της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης.

Στους σκύλους, μπορεί να εμφανιστούν επώδυνες αντιδράσεις στη θέση χορήγησης αμέσως μετά την ένεση, οι οποίες υποχωρούν ταχέως και δεν επηρεάζουν αρνητικά το αναμενόμενο θεραπευτικό όφελος.

Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξουν αναφυλακτικές αντιδράσεις και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται συμπτωματικά.

Με βάση τις φαρμακολογικές ιδιότητες της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης, μπορεί να εμφανιστεί ξηρότητα των βλεννογόνων, παραλυτικός ειλεός, δυσκοιλιότητα και κατακράτηση ούρων.

Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:

  • πολύ συχνή (περισσότερο από 1 στα 10 ζώα παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια της θεραπείας)
  • συχνή (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 100 υπό θεραπεία ζώα)
  • μη συνηθισμένη (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 1000 υπό θεραπεία ζώα)
  • σπάνια (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα)
  • πολύ σπάνια (λιγότερο από 1 στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα, συμπεριλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών)

Χρήση κατά την κύηση, τη γαλουχία ή την ωοτοκία

Από τις εργαστηριακές μελέτες σε πειραματόζωα (κόνικλοι, αρουραίοι) δεν διαπιστώθηκαν ενδείξεις τερατογένεσης. Δεν είναι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης στα στοχευόμενα είδη ζώων. Μπορεί να υπάρξει επίδραση στους λείους μύες του γεννητικού σωλήνα. Οι μεταβολίτες της μεταμιζόλης διαπερνούν τον πλακουντιακό φραγμό και ανευρίσκονται στο γάλα. Ως εκ τούτου, το προϊόν αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης

Η δράση της μεταμιζόλης ή/και της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης μπορεί να ενισχυθεί με ταυτόχρονη χρήση άλλων αντιχολινεργικών ή αναλγητικών ουσιών.

Η ταυτόχρονη χρήση επαγωγέων των ηπατικών μικροσωμιακών ενζύμων (π.χ. βαρβιτουρικών, φαινυλβουταζόνης) μειώνει την περίοδο ημιζωής και ως εκ τούτου τη διάρκεια δράσης της μεταμιζόλης. Η ταυτόχρονη χορήγηση νευροληπτικών, ειδικά παραγώγων της φαινοθειαζίνης, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή υποθερμία. Περαιτέρω, ο κίνδυνος γαστρεντερικής αιμορραγίας αυξάνεται με την ταυτόχρονη χρήση γλυκοκορτικοειδών. Η διουρητική δράση της φουροσεμίδης μειώνεται. Η συγχορήγηση άλλων ασθενών αναλγητικών αυξάνει τη δράση και τις ανεπιθύμητες ενέργειες της μεταμιζόλης.

Η αντιχολινεργική δράση της κινιδίνης και των αντιισταμινικών, καθώς και η ταχυκαρδιακή επίδραση των β-συμπαθομιμητικών μπορεί να ενισχυθούν από αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.

Κύριες ασυμβατότητες

Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.