Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιβακτηριακά για συστημική χρήση, γενταμικίνη
Κωδικός ATCvet: QJ01GB03
Η γενταμικίνη έχει βακτηριοστατική δράση συνδεόμενη μη αναστρέψιμα στις υπομονάδες 30S του ριβοσώματος. Χαρακτηρίζεται ως στενού φάσματος αντιμικροβιακό με βακτηριοστατική δράση έναντι των αρνητικών κατά Gram βακτηρίων (π.χ. E. coli, Proteus, Pseudomonas), ενώ δεν επιδρά στα αναερόβια βακτήρια και στα μυκοπλάσματα. Ανήκει στα δοσο-εξαρτώμενα αντιμικροβιακά. Η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από το κατά πόσο η μέγιστη συγκέντρωσή της (Cmax) στο αίμα ή στην εστία της λοίμωξης είναι μεγαλύτερη από την MIC του συγκεκριμένου κατά Gram υπεύθυνου μικροοργανισμού. Το μέγιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται όταν η αναλογία Cmax/MIC είναι 8-10/1. Η παρουσία φλεγμονωδών νεκρωμένων ιστών, το χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο περιβάλλον και το χαμηλό pH είναι παράγοντες που αναστέλλουν τη δράση της.
Υπάρχουν αρκετοί μηχανισμοί με τους οποίους διάφορα στελέχη των βακτηρίων αναπτύσσουν αντοχή στη γενταμικίνη, και γενικότερα στις αμινογλυκοσίδες. Ο κυριότερος από αυτούς είναι η αδρανοποίηση των αμινογλυκοσιδών από βακτηριακά ένζυμα. Έχουν προσδιορισθεί περισσότερα από 50 διαφορετικά ένζυμα (ακετυλοτρανσφεράσες, αδενυλοτρανσφεράσες, φωσφοτρανσφεράσες), τα οποία παράγονται από τα μικρόβια και στη συνέχεια αδρανοποιούν το μόριο των αμινογλυκοσιδών με ακετυλίωση, αδενυλίωση ή φωσφορυλίωση. Τα γονίδια κωδικοποίησης των τροποποιητικών ενζύμων των αμινογλυκοσιδών εντοπίζονται συνήθως σε πλασμίδια. Ένας άλλος μηχανισμός ανάπτυξης αντοχής από τα μικρόβια έναντι των αμινογλυκοσιδών είναι η τροποποίηση της δομής των υποδοχέων της 30S υποομάδας των ριβοσωμάτων.
Η γενταμικίνη απορροφάται πλήρως και με γρήγορο ρυθμό από το σημείο της ένεσης. Επειδή λόγω του έντονου πολικού χαρακτήρα της έχει μικρή ικανότητα διείσδυσης στα κύτταρα και μικρή ικανότητα να διέρχεται από τους φραγμούς (π.χ. εγκεφαλονωτιαίο υγρό, υδατοειδές υγρό) κατανέμεται πρωτίστως στο εξωκυττάριο υγρό. Οι ενδοκυτταρικές συγκεντρώσεις της είναι πολύ μικρές, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει καμία δράση έναντι των ενδοκυτταρικών βακτηρίων. Σε ορισμένους ιστούς (ήπαρ, νεφροί), παρατηρούνται μεγάλες συγκεντρώσεις του φαρμάκου, με αποτέλεσμα να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα και να παρουσιάζει μεγάλους χρόνους αναμονής. Το μεγαλύτερο ποσοστό του φαρμάκου (85-95%) απομακρύνεται σε αυτούσια μορφή δια μέσου των νεφρών με σπειραματική διήθηση.