Να μην χορηγείται σε έγκυα ζώα, διότι η δραστική ουσία διέρχεται τον πλακούντα και μπορεί να προκαλέσει νεφρική ανεπάρκεια και ωτοτοξικά φαινόμενα στα έμβρυα.
Να μην χορηγείται σε ζώα με βάρος μικρότερο από 2 kg.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση γνωστής νεφρικής δυσλειτουργίας.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση γνωστής υπερευαισθησίας στο δραστικό συστατικό ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Να μην χορηγείται σε δοσολογικό σχήμα μεγαλύτερο από το προτεινόμενο.
Να μην χορηγείται σε ζώα με διαταραχή των οργάνων ισορροπίας και της ακοής.
Αντενδείκνυται η χορήγηση σε γαλακτοπαραγωγά ζώα.
Οι γάτες είναι πολύ ευαίσθητες στις αμινογλυκοσίδες και μπορεί να παρουσιάσουν διαταραχή της ισορροπίας και συμπτώματα αιθουσαίου συνδρόμου.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η γενταμικίνη προκαλεί νεφροτοξικότητα, ακόμα και με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων. Επίσης, υπάρχουν περιστασιακές αναφορές ωτοτοξικότητας μετά από χορήγηση γενταμικίνης. Κανένα περιθώριο ασφάλειας δεν έχει τεκμηριωθεί για το εγκεκριμένο δοσολογικό σχήμα. Για τον λόγο αυτό, να θεωρείται ότι η γενταμικίνη έχει στενό περιθώριο ασφάλειας και συνεπώς, το προϊόν να χρησιμοποιείται αποκλειστικά σύμφωνα με την αξιολόγηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο για κάθε μεμονωμένο ίππο, λαμβάνοντας υπόψη τις εναλλακτικές διαθέσιμες θεραπευτικές αγωγές.
Για τον περιορισμό του κινδύνου νεφροτοξικότητας, πρέπει να διασφαλίζεται η επαρκής ενυδάτωση των ζώων που υποβάλλονται σε θεραπεία και, εφόσον απαιτείται, να ξεκινά αγωγή με χορήγηση υγρών.
Συνιστάται η στενή παρακολούθηση των ίππων που υποβάλλονται σε θεραπεία με γενταμικίνη. Σε αυτήν πρέπει να περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των παραμέτρων της νεφρικής λειτουργίας, με εξέταση αίματος (π.χ. κρεατινίνη, ουρία) και ούρου (π.χ. αναλογία γ- γλουταμυλοτρανσφεράσης/κρεατινίνης). Επίσης, συνιστάται η παρακολούθηση της συγκέντρωσης της γενταμικίνης στο αίμα, λόγω αποκλίσεων μεταξύ των ζώων στις μέγιστες και ελάχιστες συγκεντρώσεις της γενταμικίνης στο πλάσμα. Σε περιπτώσεις, στις οποίες γίνεται αυτό, οι μέγιστες τιμές των συγκεντρώσεων της γενταμικίνης στο πλάσμα πρέπει να κυμαίνονται από 16 έως 20 μg/mL.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται κατά τη χορήγηση της γενταμικίνης με άλλα δυνητικά νεφροτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα (για παράδειγμα προϊόντα που περιέχουν ΜΣΑΦ, φουροσεμίδη ή άλλες αμινογλυκοσίδες).
Η ασφάλεια της γενταμικίνης δεν έχει τεκμηριωθεί σε πουλάρια και η διαθέσιμη γνώση σχετικά με δυνητικές επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες της γενταμικίνης σε πουλάρια, ιδίως των νεογέννητων, είναι ελλιπής. Σύμφωνα με την υπάρχουσα γνώση, τα πουλάρια, ιδίως τα νεογέννητα, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για νεφροτοξικότητα από τη χορήγηση γενταμικίνης, σε σύγκριση με τους ενήλικους ίππους, καθώς οι νεφροί των νεογέννητων πουλαριών διαφέρουν από αυτούς των ενήλικων ίππων σε ό,τι αφορά στον ρυθμό κάθαρσης της γενταμικίνης, ο οποίος είναι πιο αργός στα πουλάρια. Για τον λόγο αυτό, δεν έχει τεκμηριωθεί περιθώριο ασφαλείας του προϊόντος σε πουλάρια και συνεπώς, δεν συνιστάται η χρήση του.
Στις περιπτώσεις που είναι εφικτό, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται κατόπιν δοκιμών ευαισθησίας των βακτηρίων που απομονώνονται από τα ζώα. Η γενταμικίνη είναι ένας στενού εύρους αντιμικροβιακός παράγοντας με βακτηριοστατική δράση έναντι των αρνητικών κατά Gram βακτηρίων, χωρίς δράση έναντι αναερόβιων βακτηρίων και μυκοπλασμάτων. Η γενταμικίνη δεν διεισδύει στα κύτταρα ή σε αποστήματα. Η παρουσία φλεγμονωδών νεκρωμένων ιστών, το χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο περιβάλλον και το χαμηλό pH είναι παράγοντες που αναστέλλουν τη δράση της γενταμικίνης.
Το εγκεκριμένο δοσολογικό σχήμα δεν πρέπει να υπερβαίνεται. Η χρήση του προϊόντος κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που ορίζεται στις εγκεκριμένες οδηγίες χρήσης αυξάνει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας και ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση της συχνότητας εμφάνισης βακτηρίων με αντοχή στη γενταμικίνη.
Ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται κατά τη χρήση της γενταμικίνης σε ηλικιωμένους ίππους ή σε ίππους με πυρετό, ενδοτοξιναιμία, σήψη ή/και αφυδάτωση.
Διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας, της ακοής, καθώς και αστάθεια μπορούν να παρατηρηθούν σε περιπτώσεις χορήγησης για μεγαλύτερο από το συνιστώμενο χρονικό διάστημα. Επίσης, μπορεί να παρατηρηθούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, νευρομυϊκός αποκλεισμός, ναυτία, αύξηση των τρανσαμινασών και της αλκαλικής φωσφατάσης. Η νεφρική βλάβη μπορεί να γίνει αντιληπτή με πρωτεϊνουρία.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί για χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης.
Η γενταμικίνη διέρχεται τον πλακούντα και μπορεί να προκαλέσει νεφρική ανεπάρκεια και φαινόμενα ωτοξικότητας στα έμβρυα.
Γι΄ αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε σοβαρές λοιμώξεις και αφού τα οφέλη της θεραπείας αντισταθμίζουν τους σοβαρούς κινδύνους της χρήσης της.
Η ασφάλεια σε ίππους κατά την περίοδο της κυοφορίας είναι άγνωστη. Ωστόσο, μελέτες σε εργαστηριακά ζώα έδειξαν εμβρυϊκή νεφροτοξικότητα. Να χρησιμοποιείται μόνον σύμφωνα με την αξιολόγηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Η γενταμικίνη αποβάλλεται στο γάλα.
Η ταυτόχρονη χρήση γενταμικίνης με κεφαλοσπορίνες (π.χ. κεφαλοριδίνη) αυξάνει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας.
Ταυτόχρονη χρήση με διουρητικά που δρούν στη νεφρική αγκύλη (φουροσεμίδη, εθακρινικό οξύ) ή με ωσμωτικά διουρητικά (μαννιτόλη, ουρία) μπορεί να αυξήσουν τη νεφροτοξικότητα ή την ωτοτοξικότητα των αμινογλυκοσιδών. Η χρήση γενταμικίνης με γενικά αναισθητικά ή παράγοντες που προκαλούν νευρομυϊκό αποκλεισμό, μπορεί να ισχυροποιήσει το αποτέλεσμα αυτών.
Έχει παρατηρηθεί συνεργική δράση της γενταμικίνης με β-λακτάμες εναντίον των: Pseudomonas aeruginosa και Enterococcus.
Να μην χορηγείται στην ίδια σύριγγα μαζί με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
Έχει αποδειχθεί αδρανοποίηση της γενταμικίνης από β-λακτάμες σε in vitro συνθήκες. Γι' αυτό όταν απαιτείται η θεραπευτική χορήγηση του συγκεκριμένου συνδυασμού, οι χορηγήσεις πρέπει να γίνονται σε διαφορετικά χρονικά σημεία και σε διαφορετικά σημεία του σώματος των ζώων.