Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση υπερευαισθησίας στη θειϊκή κολιστίνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Να μην χρησιμοποιείται σε περίπτωση ανθεκτικότητας στις πολυμυξίνες.
Να μη χορηγείται στα ιπποειδή, ιδιαίτερα σε πώλους, γιατί η κολιστίνη διαταράσσει την εντερική χλωρίδα και μπορεί να προκαλέσει κολίτιδα εξ αντιβιοτικών (κολίτιδα Χ), η οποία συνδέεται με το βακτήριο Clostridium difficile και μπορεί να είναι θανατηφόρα.
Η θειϊκή κολιστίνη δρα ενάντια στους αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς, και η δράση αυτή εξαρτάται από τη συγκέντρωσή της. Όταν χορηγείται από το στόμα, παρατηρούνται υψηλές συγκεντρώσεις στον γαστρεντερικό σωλήνα, δηλαδή στο όργανο στόχο, εξαιτίας της περιορισμένης απορρόφησής της. Αυτό σημαίνει ότι η παράταση της θεραπείας πέραν της υποδεικνυόμενης διάρκειας στην παράγραφο 4.9, δεν συνιστάται λόγω άσκοπης έκθεσης στην ουσία.
Ως συμπλήρωμα στη θεραπεία πρέπει να καθιερωθούν ορθές πρακτικές διαχείρισης και υγιεινής προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μόλυνσης και να ελεγχθεί ενδεχόμενη σταδιακή ανάπτυξη της ανθεκτικότητας.
Υπάρχει διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ θειϊκής κολιστίνης και πολυμυξίνης Β.
Η χρήση του προϊόντος θα πρέπει να βασίζεται σε δοκιμή ευαισθησίας και να πραγματοποιείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία που διέπει τη χορήγηση αντιμικροβιακών ουσιών.
Στην ιατρική του ανθρώπου, η κολιστίνη χρησιμοποιείται ως φάρμακο τελευταίας επιλογής για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από ορισμένα πολυανθεκτικά βακτήρια. Για να περιοριστεί ο οποιοσδήποτε κίνδυνος λόγω της ευρείας χρήσης της θειϊκής κολιστίνης, η χρήση της θα πρέπει να περιορίζεται στη θεραπεία ή στη θεραπεία και στη μεταφύλαξη των ασθενειών και όχι στην προφύλαξη.
Όποτε υπάρχει η δυνατότητα, η χορήγηση της θειϊκής κολιστίνης πρέπει να γίνεται μόνο μετά από δοκιμή ευαισθησίας.
Ένα αντιβιοτικό με μικρότερο κίνδυνο επιλογής αντιμικροβιακής αντοχής (χαμηλότερη κατηγορία AMEG) θα πρέπει να χρησιμοποιείται για θεραπεία πρώτης γραμμής όπου οι δοκιμές ευαισθησίας υποδηλώνουν την πιθανή αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης. Η χρήση του προϊόντος, κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην ΠΧΠ μπορεί να οδηγήσει σε αναποτελεσματική θεραπείακαι να αυξήσει την αντοχή των βακτηρίων στη θειϊκή κολιστίνη.
Σε περίπτωση νεογέννητων ζώων και ζώων που πάσχουν από σοβαρή γαστρεντερική και νεφρική διαταραχή, η συστημική έκθεση στην θειϊκή κολιστίνη μπορεί να είναι σοβαρή. Μπορεί να εκδηλωθούν συμπτώματα νευροτοξικότητας και νεφροτοξικότητας.
Μη χορηγείτε τη θειϊκή κολιστίνηως υποκατάστατο της ορθής κτηνιατρικής πρακτικής.
Άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στις πολυμυξίνες, όπως η θειϊκή κολιστίνη, πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με αυτό το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν. Αποφύγετε την άμεση επαφή του προϊόντος με το δέρμα και τα μάτια κατά το χειρισμό του. Πρέπει να χρησιμοποιείται ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός γάντια και προστατευτικά γυαλιά κατά την επαφή με το κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν.
Μην τρώτε, πίνετε ή καπνίζετε κατά το χειρισμό του προϊόντος.
Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει επαφή με το δέρμα, ξεπλύνετε αμέσως με σαπούνι και άφθονο νερό.
Σε περίπτωση που κατά λάθος υπάρξει επαφή με τα μάτια, ξεπλύνετε με άφθονο νερό, αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
Αν μετά την έκθεση στο προϊόν αναπτύξετε συμπτώματα όπως εξάνθημα, αναζητήσετε αμέσως ιατρική βοήθεια και να επιδείξετε στον ιατρό αυτή την παρατήρηση. Εξοίδηση του προσώπου, των χειλιών και των οφθαλμών και δύσπνοια είναι σοβαρότερα συμπτώματα και απαιτούν επείγουσα ιατρική παρακολούθηση.
Ξεπλύνετε τα χέρια σας μετά τη χρήση.
Καμία γνωστή.
Η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της κύησης, της γαλουχίας ή της ωοτοκίας. Όμως η θειϊκή κολιστίνη απορροφάται ελάχιστα χορηγούμενη από το στόμα. Επομένως η χρήση της κατά την περίοδο της κύησης, της γαλουχίας ή της ωοτοκίας δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα. Σ' αυτές τις περιόδους χρησιμοποιήστε το προϊόν μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Χορηγούμενη από το στόμα, η θειϊκή κολιστίνη μπορεί να αντιδράσει σε μεμονωμένα περιστατικά με αναισθητικά (ουσίες που μιμούνται την κουραρίνη) και μυοχαλαρωτικά. Η ταυτόχρονη χορήγηση με αμινογλυκοσίδες και λεβαμιζόλη θα πρέπει να αποφεύγεται. Η δράση της θειικής κολιστίνης μπορεί να επηρεάζεται αρνητικά από δισθενή κατιόντα (σίδηρο, ασβέστιο, μαγνήσιο), από ακόρεστα λιπαρά οξέα και από πολυφωσφορικά άλατα.
Λόγω έλλειψης μελετών συμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.