Βιβλιογραφική αναφορά: LIVIDOXX Κόνις για χορήγηση με πόσιμο νερό για χοίρους, ορνίθια και ινδορνίθια

Φαρμακοδυναμική

Κωδικός ATCvet: QJ01AA02

Η δοξυκυκλίνη είναι ημισυνθετικό παράγωγο της τετρακυκλίνης και αντιβιοτικό ευρέος φάσματος. Δρα αναστέλλοντας την πρωτεϊνοσύνθεση σε ριβοσωμικό επίπεδο, κατά κύριο λόγο με αναστρέψιμη δέσμευσή του στις 30S υπομονάδες των βακτηριακών ριβοσωμάτων, αποκλείοντας την ένωση μεταξύ του αμινοακυλικού tRNA (RNA μεταφοράς) και του συμπλέγματος mRNA και ριβοσωμάτων. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η προσθήκη νέων αμινοξέων στην πεπτιδική αλυσίδα με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η πρωτεϊνοσύνθεση.

Επιδεικνύει ευρύ φάσμα δράσης έναντι gram θετικών και gram αρνητικών, αερόβιων και αναερόβιων παθογόνων, ειδικά έναντι των Pasteurella multocida και Mycoplasma hyopneumoniae που απομονώθηκαν από αναπνευστικές λοιμώξεις χοίρων και έναντι του Mycoplasma gallisepticum που σχετίζεται με κλινικές αναπνευστικές λοιμώξεις σε ορνίθια και ινδόρνιθες.

Οι παρακάτω Ελάχιστες ανασταλτικές συγκεντρώσεις (MIC) έχουν προσδιοριστεί για τη δοξυκυκλίνη σε στελέχη στοχευόμενων παθογόνων που απομονώθηκαν στην Ευρώπη:

ΕίδοςΒακτηριακό παθογόνοΈτος δειγματοληψίαςMIC90 (mcg/ml)
Ορνίθια / Ινδόρνιθες M. gallisepticum 2003-20090,5
Χοίροι P. multocida 2008-20170,5-2
M. hyopneumoniae 2015-20160,312

Το ποσοστό αντοχής των απομονωθέντων στελεχών των M. hyopneumoniae, P. multocida και M. gallisepticum έναντι της δοξυκυκλίνης είναι χαμηλό (0-6%).

Η αντοχή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην παρεμπόδιση της ενεργού μεταφοράς των τετρακυκλινών μέσα στα κύτταρα, καθώς και στην αυξανόμενη εκροή από τα κύτταρα, ή στη ριβοσωμική προστασία κατά την οποία η πρωτεϊνοσύνθεση καθίσταται ανθεκτική στην αναστολή. Βασικά, υπάρχει πλήρης διασταυρούμενη αντίσταση εντός της κατηγορίας των τετρακυκλινών. Η δοξυκυκλίνη μπορεί να είναι αποτελεσματική ενάντια σε ορισμένα στελέχη τα οποία είναι ανθεκτικά τις συμβατικές τετρακυκλίνες λόγω της ριβοσωμικής προστασίας ή των μηχανισμών αντλίας εκροής.

Φαρμακοκινητική

Γενικά, η δοξυκυκλίνη απορροφάται ταχέως και εκτενώς από τη γαστρεντερική οδό, κατανέμεται ευρέως στον οργανισμό, δεν μεταβολίζεται σε σημαντικό βαθμό και απεκκρίνεται κυρίως μέσω των κοπράνων.

Έπειτα από χορήγηση από του στόματος στους χοίρους, η δοξυκυκλίνη απορροφάται σε σημαντικό βαθμό από τη γαστρεντερική οδό. Το ποσοστό δέσμευσης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 93%. Κατανέμεται εκτενώς στους οργανισμούς. Σε σταθερή κατάσταση, ο όγκος κατανομής (VSS) είναι 1,2 L/kg. Η δοξυκυκλίνη δεν μεταβολίζεται σε σημαντικό βαθμό και απεκκρίνεται κατά κύριο λόγο στα κόπρανα, κυρίως σε μικροβιολογικά αδρανή μορφή. Η ημιπερίοδος αποβολής αναφέρθηκε ότι ήταν 4- 4,2 ώρες στους χοίρους.

Οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης της δοξυκυκλίνης στο πλάσμα έπειτα από επαναλαμβανόμενες από του στόματος χορηγήσεις σε δόση 20 mg/kg σωματικού βάρους για 5 ημέρες κυμάνθηκαν μεταξύ 1,0 και 1,5 µg/ml. Οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης τόσο στους πνεύμονες όσο και στον ρινικό βλεννογόνο ήταν υψηλότερες απ' ό,τι το επίπεδο στο πλάσμα. Διαπιστώθηκε ότι η αναλογία μεταξύ της συγκέντρωσης στους ιστούς και της συγκέντρωσης στο πλάσμα ήταν 1,3 για τους πνεύμονες και 3,4 για τον ρινικό βλεννογόνο. Οι συγκεντρώσεις της δοξυκυκλίνης τόσο στους πνεύμονες όσο και στον ρινικό βλεννογόνο υπερέβησαν την τιμή MIC90 του φαρμάκου έναντι των στοχευόμενων αναπνευστικών παθογόνων.

Η φαρμακοκινητική της δοξυκυκλίνης έπειτα από εφάπαξ από του στόματος χορήγηση σε ορνίθια και ινδόρνιθες χαρακτηρίζεται από πολύ γρήγορη και σημαντική απορρόφηση από τη γαστρεντερική οδό, παρέχοντας μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μεταξύ 0,4 και 3,3 ωρών στα ορνίθια και μεταξύ 1,5 και 7,5 ωρών στις ινδόρνιθες, ανάλογα με την ηλικία και την παρουσία τροφής. Το φάρμακο κατανέμεται ευρέως στον οργανισμό με τιμές Vd που πλησιάζουν ή υπερβαίνουν το 1, και επιδεικνύει μικρότερη ημιπερίοδο αποβολής στα ορνίθια (4,8 έως 9,4 ώρες) απ' ό,τι στις ινδόρνιθες (7,9 έως 10,8 ώρες). Το ποσοστό δέσμευσης πρωτεϊνών στις θεραπευτικές συγκεντρώσεις στο πλάσμα κυμαίνεται στο 70-85%. Η βιοδιαθεσιμότητα στα ορνίθια και τις ινδόρνιθες μπορεί να ποικίλει μεταξύ 41 και 73%, και μεταξύ 25 και 64%, αντίστοιχα, ανάλογα και με την ηλικία και τη σίτιση. Παρουσία τροφής στη γαστρεντερική οδό, η βιοδιαθεσιμότητα είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με την κατάσταση νηστείας.

Έπειτα από συνεχή χορήγηση στο νερό σε δοσολογίες των 20 mg δοξυκυκλίνης/kg (ορνίθια) και των 25 mg δοξυκυκλίνης/kg (ινδόρνιθες) για 5 ημέρες, οι αναφερόμενες μέσες συγκεντρώσεις στο πλάσμα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου θεραπείας ήταν 1,86±0,71 µg/ml στα ορνίθια και 2,24±1,02 µg/ml στις ινδόρνιθες. Σε αμφότερα τα είδη πτηνών, από την ανάλυση ΦΚ/ΦΔ των δεδομένων fAUC/MIC90 προέκυψαν τιμές >24 h που πληρούν τις απαιτήσεις για τις τετρακυκλίνες.