Βιβλιογραφική αναφορά: OCNIL Σκόνη για χρήση σε πόσιμο νερό για χοίρους και όρνιθες

Φαρμακοδυναμική

Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιβακτηριακό για συστηματική χρήση, Λινκοσαμίδες.
Κωδικός ATCvet: QJ01FF02

Η λινκομυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό λινκοσαμίδης που προέρχεται από το Streptomyces lincolnensis το οποίο αναστέλλει τη σύνθεση των πρωτεϊνών. Η λινκομυκίνη δεσμεύεται στην υπομονάδα 50S του βακτηριακού ριβοσώματος κοντά στο κέντρο peptidyl μεταφοράς και παρεμβαίνει στη διαδικασία επιμήκυνσης της πεπτιδικής αλυσίδας προκαλώντας πρόωρη διάσπαση peptidyl-tRNA από το ριβόσωμα. Η λινκομυκίνη είναι δραστική έναντι ορισμένων θετικόών κατά Gram βακτηρίων (Clostridium perfringens) και μυκοπλασμάτων (Mycoplasma hyopneumoniae).

Ενώ οι λινκοσαμίδες θεωρούνται γενικά βακτηριοστατικοί παράγοντες, η δραστικότητα εξαρτάται από την ευαισθησία του οργανισμού και τη συγκέντρωση του αντιβιοτικού. Η λινκομυκίνη μπορεί να είναι βακτηριοκτόνος ή βακτηριοστατική.

Η ανθεκτικότητα στη λινκομυκίνη συχνά προσδίδεται από παράγοντες που μεταδίδονται από πλασμίδιο (γονίδια erm) που κωδικοποιούν μεθυλάσες που τροποποιούν τη ριβοσωμική θέση πρόσδεσης και συχνά οδηγούν σε διασταυρούμενη αντοχή με άλλα αντιμικροβιακά της ομάδας των μακρολιδίων, των λινκοσαμίδων και των στρεπτογραμίνων. Ωστόσο, ο πιο διαδεδομένος μηχανισμός στα μυκοπλάσματα είναι η αλλοίωση της θέσης πρόσδεσης μέσω μεταλλακτικών συμβάντων (χρωμοσωμική αντίσταση). Ανθεκτικότητα στην λινκομυκίνη που προκαλείται από αντλίες εκροής ή με απενεργοποίηση ενζύμων έχει επίσης περιγραφεί. Συχνά υπάρχει πλήρης διασταυρούμενη αντοχή μεταξύ λινκομυκίνης και κλινδαμυκίνης.

Φαρμακοκινητική

Σετους χοίρους, η λινκομυκίνη απορροφάται ταχέως μετά από χορήγηση από το στόμα. Μία εφάπαξ από του στόματος χορήγηση υδροχλωρικής λινκομυκίνης, σε επίπεδα δόσης περίπου 22, 55 και 100 mg/kg σωματικού βάρους σε χοίρους, είχε ως αποτέλεσμα δοσοεξαρτώμενα επίπεδα λινκομυκίνης στον ορό, που ανιχνεύθηκαν για 24-36 ώρες μετά τη χορήγηση. Τα μέγιστα επίπεδα στον ορό παρατηρήθηκαν 4 ώρες μετά τη δοσολογία. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν μετά από εφάπαξ από του στόματος δόσεις των 4,4 και 11,0 mg/kg σωματικού βάρους σε χοίρους. Τα επίπεδα ήταν ανιχνεύσιμα για 12 έως 16 ώρες, με τις μέγιστες συγκεντρώσεις να εμφανίζονται σε 4 ώρες. Μία εφάπαξ από του στόματος δόση των 10 mg/kg σωματικού βάρους χορηγήθηκε σε χοίρους για να προσδιοριστεί η βιοδιαθεσιμότητα. Η από του στόματος απορρόφηση της λινκομυκίνης βρέθηκε να είναι 53% +/- 19%.

Η επανειλημμένη δοσολογία σε χοίρους με ημερήσιες από του στόματος δόσεις 22 mg λινκομυκίνης/kg σωματικού βάρους για 3 ημέρες δεν έδειξε συσσώρευση λινκομυκίνης στο είδος, χωρίς ανιχνεύσιμα επίπεδα αντιβιοτικού στον ορό 24 ώρες μετά τη χορήγηση.

Διασχίζοντας τον εντερικό φραγμό, η λινκομυκίνη κατανέμεται ευρέως σε όλους τους ιστούς, ιδιαίτερα στους πνεύμονες και στις κοιλότητες των αρθρώσεων. Ο όγκος κατανομής είναι περίπου 1 λίτρο. Ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής της λινκομυκίνης είναι μεγαλύτερος από 3 ώρες. Περίπου το 50% της λινκομυκίνης μεταβολίζεται στο ήπαρ. Η λινκομυκίνη διέρχεται στην εντεροηπατική κυκλοφορία. Η λινκομυκίνη απομακρύνεται αμετάβλητη ή με τη μορφή διαφόρων μεταβολιτών στη χολή και τα ούρα. Υψηλές συγκεντρώσεις της δραστικής μορφής παρατηρούνται στο έντερο.

Στα κοτόπουλα χορηγήθηκε υδροχλωρική λινκομυκίνη στο πόσιμο νερό σε επίπεδο περίπου 34 mg/λίτρο (5.1-6.6 mg/kg σωματικού βάρους) για επτά ημέρες. Οι μεταβολίτες περιείχαν περισσότερο από το 75% των συνολικών καταλοίπων στο ήπαρ. Η μη μεταβολισμένη λινκομυκίνη μειώθηκε σε ελαφρώς ταχύτερο χρόνο ημίσειας ζωής (t½ = 5,8 ώρες) από το συνολικό κατάλοιπο. Η λινκομυκίνη και ένας άγνωστος μεταβολίτης περιείχαν > 50% του μυϊκού κατάλοιπου σε μηδέν ώρες. Τα περιττώματα περιείχαν κυρίως μη μεταβολισμένη λινκομυκίνη (60-85%) κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Επίδραση επί του φυσικού περιβάλλοντος

Η Λινκομυκίνη είναι γνωστό ότι είναι τοξική για τα χερσαία φυτά, τα κυανοβακτήρια και τα βακτήρια των υπόγειων υδάτων.